ἐπαρύτω
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
[ῠ], draw a liquid from one vessel into another, metaph. in Med., ἐκ τῶν ἀγαθῶν τοῖς κακοῖς Plu.2.600d:—Act., dub. in D.Chr.12.70.
German (Pape)
[Seite 905] dazu schöpfen, im pr. med., Plut. exil. 4.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπήρυσα;
puiser.
Étymologie: ἐπί, ἀρύτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρύτω: μέλλ. -ύσω, ἐπιχέω, ἐπήρυσεν ὥσπερ ἐκ πηγῆς ὕδατος ἐπιβλύσαντος Δίων Χρυσ. 1. 411. - Μέσ., ἐπιχέω καὶ ἀναμιγνύω, ἐκ τῶν ἀγαθῶν τοῖς κακοῖς ἐπαρυτόμενοι Πλούτ. 2. 600C.
Greek Monolingual
ἐπαρύτω (Α)
χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»].