ταλαντεία

From LSJ
Revision as of 15:58, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαντεία Medium diacritics: ταλαντεία Low diacritics: ταλαντεία Capitals: ΤΑΛΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: talanteía Transliteration B: talanteia Transliteration C: talanteia Beta Code: talantei/a

English (LSJ)

ἡ, the swaying motion of anything suspended, prob. cj. in Pl.Cra.395e (τανταλεία codd. BT).

German (Pape)

[Seite 1064] ἡ, v.l. für τανταλεία Plat. Crat. 395 d.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλαντεία:подвешенность, висение в воздухе (Plat. - v.l. к τανταλεία).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαντεία: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω κίνησις πράγματος αἰωρουμένου, Πλάτ. Κρατ. 395Ε (διάφ. γραφ. τανταλεία)· - τᾰλάντευσις, ἡ, = ταλαντεία, Βυζ.

Greek Monolingual

και τανταλεία, ἡ, Α
ταλάντευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντεύω. Ο τ. τανταλεία με αντιμετάθεση τών συμφώνων].