εὐθυεργής

From LSJ
Revision as of 13:13, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠεργής Medium diacritics: εὐθυεργής Low diacritics: ευθυεργής Capitals: ΕΥΘΥΕΡΓΗΣ
Transliteration A: euthyergḗs Transliteration B: euthyergēs Transliteration C: efthyergis Beta Code: eu)quergh/s

English (LSJ)

ές, accurately wrought, Luc. Hist. Conscr.27 (nisi leg. εὐεργής).

German (Pape)

[Seite 1070] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.
Étymologie: εὐθύς, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠεργής: сделанный в виде прямой линии, прямолинейный: τὸ εὐθυεργές Luc. прямолинейность.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυεργής: -ές, καλῶς εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ εὐεργής.

Greek Monolingual

εὐθυεργής, -ές (Α)
ο κατεργασμένος με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)
πρβλ. ευεργής, κακοεργής].

Greek Monotonic

εὐθυεργής: -ές (*ἔργω), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με ακρίβεια, σε Λουκ.

Middle Liddell

εὐθυ-εργής, ές [*ἔργω
accurately wrought, Luc.