δίστολος
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
ον, in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.
German (Pape)
ἀδελφεαί, das Schwesterpaar, Soph. O.C. 1058, ch.; vgl. μονόστολος.
Russian (Dvoretsky)
δίστολος: двоякий, парный: δίστολοι ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.
Greek (Liddell-Scott)
δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.
Greek Monolingual
δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.
Greek Monotonic
δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.