θοίναμα
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
ατος, τό, meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.
German (Pape)
[Seite 1213] τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς θοίν. Ion 1496. S. θοίνημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
festin.
Étymologie: θοινάω.
Russian (Dvoretsky)
θοίνᾱμα: ατος τό пир, пиршество, угощение Eur.
Greek (Liddell-Scott)
θοίναμα: τό, φαγητόν, συμπόσιον, Εὐρ. ἐν Ὀρ. 814, ἐν Ἴωνι 1495· θοίνημα.
Greek Monolingual
θοίναμα, τὸ (Α) θοινώ
φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
θοίνᾱμα: -ατος, τό (θοινάω), γεύμα, συμπόσιο, σε Ευρ.