χαλκέοπλος
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
ον, with arms or armour of brass, Δαναοί E.Hel. 693 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1329] mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux armes d'airain, à l'armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
χαλκέοπλος: вооруженный медью (Δαναοί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκέοπλος: -ον, ὁ ἔχων ὅπλα ἢ ὁπλισμὸν ἐκ χαλκοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 693.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο)- (βλ. λ. χαλκο-) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔοπλος, ῥίψοπλος].
Greek Monotonic
χαλκέοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.