διαπάλη

From LSJ
Revision as of 08:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπάλη Medium diacritics: διαπάλη Low diacritics: διαπάλη Capitals: ΔΙΑΠΑΛΗ
Transliteration A: diapálē Transliteration B: diapalē Transliteration C: diapali Beta Code: diapa/lh

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, hard struggle, διαπάλαι πολέμου Plu.Cor.2, cf. 2.50f.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ pelea διαπάλαι πολεμίου Plu.Cor.2, cf. 2.50f.

German (Pape)

[Seite 593] ἡ, gegenseitiger Kampf, Plut. Coriol. 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lutte énergique.
Étymologie: διά, πάλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πάλη -ης, ἡ het worstelen: plur.: ἐν διαπάλαις bij het worstelen Plut. Cor. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

διαπάλη: (πᾰ) ἡ противоборство, борьба Plut.

Greek Monolingual

η
σκληρός και τραχύς αγώνας, έντονος ανταγωνισμός.

Greek Monotonic

διαπάλη: [ᾰ], ἡ, σκληρός αγώνας, μάχη, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπάλη: [ᾰ], ἡ, δεινὸς ἀγών, Πλούτ. Κορ. 2., 2. 50F.

Middle Liddell

δια-˘πάλη, ἡ, n
a hard struggle, Plut.