τριμμός
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ὁ, beaten track, X.Cyn.3.7, 4.3, Ael.Fr.114, D.C.56.20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chemin fréquenté.
Étymologie: τρίβω.
German (Pape)
ὁ,
1 das Reiben, Abreiben.
2 das Abgeriebene, Feilspäne, Sp.; – bes. ein vielbetretener, gebahnter Weg, Fußsteig, wie τρίβος, Xen. Cyn. 4.9, Ael. H.A. 13.24.
Russian (Dvoretsky)
τριμμός: ὁ торная дорога Xen.
Greek (Liddell-Scott)
τριμμός: ὁ, τετριμμένη, συχναζομένη ὁδός, ὡς τὸ τρίβος, Ξεν. Κυν. 3. 7., 4. 3, κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, Α τρίβω
πολυσύχναστος δρόμος.
Greek Monotonic
τριμμός: ὁ (τρίβω), τετριμμένη οδός, σε Ξεν.