ἐπιπίμπλημι
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
fill full of, σπλάγχνων χεῖρ' ἐπιπλῆσαι Ar.Av.975.
German (Pape)
[Seite 969] (s. πίμπλημι), noch dazu anfüllen, σπλάγχνων χεῖρ' ἐπιπλῆσαι Ar. Av. 972.
French (Bailly abrégé)
remplir de, gén..
Étymologie: ἐπί, πίμπλημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπίμπλημι: наполнять (χεῖρά τινο; ἐπιπλῆσαιν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπίμπλημι: πληρῶ ἐντελῶς, σπλάγχνων χεῖρ’ ἐπιπλῆσαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 975.
Greek Monolingual
ἐπιπίμπλημι (Α) πίμπλημι
γεμίζω εντελώς («σπλάγχνων χεῖρ’ ἐπιπλῆσαι, Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐπιπίμπλημι: γεμίζω εντελώς, τί τινος, σε Αριστοφ.