ὑποπίμπρημι
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
aor. 1 -έπρησα (the only tense in Hdt.):—
A set fire to, (ὕλην) Hdt.2.107; [τὰ φρύγανα] Id.4.69; ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ar.Lys.348 (lyr.); the pres. also in Plu.Nic.16, Dio44.
2 burn as on a funeral-pyre, τινας Hdt.2.111, 3.45.
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πίμπρημι), von unten od. allmälig anzünden; Ar. Lys. 348 im conj. praes.; aor., bei Her. 2, 107. 111.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποπρήσω, ao. ὑπέπρησα, etc.
1 mettre le feu sous, acc.;
2 brûler peu à peu fig.
Étymologie: ὑπό, πίμπρημι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπίμπρημι:
1 поджигать (τὴν ὕλην Her.; τὰς ἕδρας Arph.);
2 сжигать (ὑποπρῆσαί τινας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπίμπρημι: μέλλ. -πρήσω· ἀόρ. α΄ -έπρησα (ὡς ἀεὶ παρ’ Ἡροδ.)· - ἐμβάλλω πῦρ κάτωθεν, πυρπολῶ, ἀνάπτω τι κάτωθεν, τὴν ὕλην Ἡρόδ. 2. 107· τὰ φρύγανα ὁ αὐτ. 4. 69· ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ἀριστοφ. Λυσ. 348· ὁ ἐνεστ. ὡσαύτως ἐν Πλουτ. Νικ. 16, καὶ παρὰ Δίωνι 44. 2) καίω ὡς ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, ὑποπρῆσαι πάσας (δηλ. τὰς γυναῖκας) σὺν αὐτῇ τῇ πόλει Ἡρόδ. 2. 111., 3. 45.
Greek Monolingual
Α
βάζω φωτιά σε κάτι, πυρπολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πίμπρημι «καίω, πυρπολώ»].
Greek Monotonic
ὑποπίμπρημι: μέλ. -πρήσω, αόρ. αʹ -έπρησα,
I. 1. ανάβω φωτιά κάτω από, τὴν ὕλην, σε Ηρόδ.
2. καίω όπως πάνω σε νεκρική πυρά, τινάς, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -πρήσω aor1 -έπρησα
1. to set on fire below, τὴν ὕλην Hdt.
2. to burn as on a funeral-pyre, τινάς Hdt.