ἀπεστώ

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεστώ Medium diacritics: ἀπεστώ Low diacritics: απεστώ Capitals: ΑΠΕΣΤΩ
Transliteration A: apestṓ Transliteration B: apestō Transliteration C: apesto Beta Code: a)pestw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, Ion. Noun, (ἄπειμι, cf. εὐεστώ) absence, ἐπαισχυνομένους τῇ ἀπεστοῖ τῆς μάχης Hdt.9.85, cf. Call.Fr.340.

Spanish (DGE)

-οῦς, ἡ
ausencia, falta c. gen. τῆς μάχης Hdt.9.85, cf. Call.Fr.718.

German (Pape)

[Seite 288] οῦς, ἡ (ἄπειμι), Abwesenheit, Entfernung aus der Heimath, Her. 9, 85.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
éloignement, absence.
Étymologie: ἀπό, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεστώ: οῦς ἡ отсутствие, неучастие (τῆς μάχης Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεστώ: -οῦς, ἡ, (ἄπειμι· πρβλ. εὐεστώ): - Ἰων. ὄνομα, τὸ ἀπεῖναι, ἀπουσία, ἐπαισχυνομένους τῇ ἀπεστοῖ τῆς μάχης Ἡρόδ. 9. 85, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 340: - Ὁ Ἡσύχ., ὡσαύτως ἔχει ἀπεστύς, ύος, καὶ ἑρμηνεύει: «ἀποχώρησις».

Greek Monolingual

ἀπεστώ (-οῦς), η (Α)
απουσία, απομάκρυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άπεστι, γ' ενικ. πρόσ. του άπειμι «απουσιάζω» (πρβλ. ευεστώ, συνεστώ κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀπεστώ: -οῦς, ἡ (ἄπειμι, πρβλ. εὐεστώ), Ιων. όνομα, απομάκρυνση, απουσία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄπειμι, cf. εὐεστώ
a being away, absence, Hdt.