πραγματοδίφης

From LSJ
Revision as of 11:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτοδῑ́φης Medium diacritics: πραγματοδίφης Low diacritics: πραγματοδίφης Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: pragmatodíphēs Transliteration B: pragmatodiphēs Transliteration C: pragmatodifis Beta Code: pragmatodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, one who hunts after lawsuits, pettifogger, Ar.Av.1424.

German (Pape)

[Seite 693] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chercheur d'affaire, chicaneur.
Étymologie: πρᾶγμα, διφάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] iemand die op processen uit is.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτοδίφης: ου (ῑ) ὁ кляузник, крючкотвор Arph.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης].

Greek Monotonic

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ (διφάω), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, δικολάβος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, δικολόγος, Ἀριστ. Ὄρν. 1424.

Middle Liddell

πραγμᾰτο-δῑ́φης, ου, ὁ, διφάω
one who hunts after lawsuits, a pettifogger, Ar.