δίστομος
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
δίστομον, (στόμα)
A double-mouthed, with two entrances, πέτρα S.Ph.16; δ. ὁδοί double-branching roads, Id.OC 900; so of rivers with two mouths, Plb.34.10.5; with two harbours, Hsch.
II of a weapon, two-edged, ξίφος E.Hel.983; πελέκεως γένυς Id.Fr.530.5.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de boca doble ref. cuevas, caminos, etc. con una doble entrada o salida πέτρα S.Ph.16, δίστομοι ὁδοί caminos que concurren de una bifurcación, S.OC 900, de un lugar Φλιά δ. PIFAO 2.31.8 (II d.C.) en BL 8.152, de Epidauro, Hsch.
•de ríos con doble desembocadura Plb.34.10.5, Str.3.1.9, 4.3.3, Arr.An.5.4.1, Nonn.D.26.225, διῶρυξ Str.17.1.35, πηγή Nonn.D.3.165
•subst. τὸ δ. doble boca, doble desembocadura n. de un dispositivo que daba salida a sendos canales de irrigación, en el n. pr. Πτολεμαὶς ἡ ἐπὶ τοῦ Διστόμου Ptolemaide sobre la doble boca otro n. de Πτολεμαὶς Ὅρμου en el Fayum PMich.Zen.48.3 (III a.C.)
•de dos bocas de una serpiente con dos cabezas ἀμφίσβαινα Nonn.D.5.146.
2 de armas de doble filo ξίφος E.Hel.983, 1044, cf. Procop.Arc.7.15, φάσγανα E.Or.1303, πελέκεως ... γένυς E.Fr.530.5, cf. Hld.3.1.3, μάχαιρα LXX Pr.5.4, Ep.Hebr.4.12, Clem.Al.Paed.3.11.68, ῥομφαία LXX Ps.149.6, Apoc.1.16, 2.12, ἀξίναι Sch.Er.Il.23.851.
3 fig. dudoso, ambiguo χάρις Gr.Naz.M.37.775A.
II subst. ἡ δ. hacha de doble filo δίστομον ἀντιβίην Κορυβαντίδα τινάσσων Nonn.D.30.141.
German (Pape)
[Seite 643] doppelmündig; πέτρα, mit zwei Ausgängen, Soph. Phil. 16; ὁδοί O. R. 904, Doppelwege, die in einen zusammenlaufen; von Flüssen, Pol. 34, 10, 5; διῶρυξ Strab. XVII p. 809. Auch = zweischneidig, ξίφος, φάσγανον, Eur. Hel. 989 Or. 1303; μάχαιρα, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. à deux bouches, càd :
1 à deux embouchures, à deux ouvertures;
2 à deux tranchants.
Étymologie: δίς, στόμα.
English (Strong)
from δίς and στόμα; double-edged: with two edges, two-edged.
English (Thayer)
δίστομον (δίς and στόμα), having a double mouth, as a river, Polybius 34,10, 5; (ὁδοί i. e. branching, Sophocles O. C. 900). As στόμα is used of the edge of a sword and of other weapons, so δίστομος has the meaning two-edged: used of a sword in ξίφος, Euripides, Hel. 983.
Greek Monolingual
-η, ο (AM δίστομος, -ον)
(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοπος
αρχ.
(για σπήλαια, ποταμούς κ.λπ.) εκείνος που έχει δύο στόμια
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο δίστομος
σύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και υδρόζωα
2. το ουδ. ως ουσ. το δίστομο
παρασιτικό σκουλήκι της οικογένειας τών διστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στομος < στόμα.
Greek Monotonic
δίστομος: -ον (στόμα),·
I. αυτός που έχει δύο στόματα, αυτός που έχει δύο εισόδους, σε Σοφ.· δίστομοι ὁδοί, δρόμοι που χωρίζονται στα δύο, που διακλαδίζονται, στον ίδ.
II. λέγεται για όπλο, δίκοπος, αυτός που έχει δύο αιχμές, δίστομος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δίστομος:
1 имеющий два отверстия или входа (πέτρα Soph.);
2 имеющий, два устья (sc. ποταμός Polyb.);
3 раздваивающийся: ἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί Soph. где сходятся две дороги;
4 обоюдоострый (φάσγανον Eur.).
Middle Liddell
δί-στομος, ον adj στόμα
I. double-mouthed, with two entrances, Soph.; δίστομοι ὁδοί branching roads, Soph.
II. of a weapon, two-edged, Eur.
Chinese
原文音譯:d⋯stomoj 笛-士拖摩士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:二-口(的)
字義溯源:兩刃的,雙口的;由(δίς)=兩次)與(στόμα)*=口)組成;而 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二)。這字本意為:雙口的,用來形容河流,道路,刀劍;新約叄次使用都是說到兩刃的劍
出現次數:總共(3);來(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 兩刃的(2) 來4:12; 啓1:16;
2) 兩刃(1) 啓2:12
Léxico de magia
-ον de doble filo de un cuchillo ἔχε δὲ πινακίδα ... καὶ μαχαῖριν ὁλοσίδηρον δίστομον ten una tablilla y un cuchillo de doble filo todo de hierro P XIII 92