ζυμώνω

From LSJ
Revision as of 16:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

(AM ζυμῶ, -όω, Μ και ζυμώνω)
1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτήζυμώνω ψωμί»)
2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο»)
3. παρασκευάζω μίγμα με σύμμιξη διαφόρων υλών («ζυμώνω πυρίτιδα»)
4. μτφ. με ποικίλες ενέργειες προσπαθώ να διαμορφώσω μια κατάσταση ή ένα γεγονός («ζυμώνονται ακόμη οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)
5. παθ. ζυμώνομαι
χημ. υφίσταμαι ζύμωση, δηλ. τη χημική ενέργεια κατά την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται σιγά σιγά και αναπτύσσουν αέρια και αυτοθέρμανση («το κρασί ζυμώνεται στο βαρέλι»)
6. παροιμ. α) «οπού δεν θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την εργασία
β) «αν θα ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα κάθε δουλειά σου
γ) «το ζυμάρι όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η διαρκής φροντίδα ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του
αρχ.
1. προκαλώ ζύμωση σε κάτι, βάζω ζύμη σε κάτι για χημική επεξεργασία («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῑ;», ΚΔ)
2. παθ. ζυμοῦμαι, -όομαι
α) ενώνομαι με τη ζύμη, ζυμώνομαι, υφίσταμαι ζύμωση, βράζω
β) προκαλώ αναβρασμό
3. υφίσταμαι τη διεργασία της πέψεως, χωνεύω, υφίσταμαι τις πεπτικές ζυμώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ζυμώ < ζύμη.