τέκνο

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

το / τέκνον, ΝΜΑ
1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ.
β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ.
γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ
δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα», Ομ. Ιλ.)
2. (σε περίφραση σχετικά με την καταγωγή) αυτός που κατάγεται από ορισμένη χώρα ή περιοχή (α. «ευγενές τέκνο της Γαλλίας» β. «αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή», Σολωμ.
γ. «ὦ τέκνα Δαναῶν», Ευρ.)
3. (σε φιλικές προσφωνήσεις προς νεώτερους) παιδί μου, αγαπημένο μου παιδί, φίλε μου (α. «έλα τέκνο μου» β. «τέκνον Τιμόθεε», ΚΔ.)
4. φρ. α) «τέκνα σοφίας» — αυτοί που έχουν ανατραφεί με σοφία (ΚΔ)
β) «τέκνα του φωτός» — αυτοί που αγαπούν το φως (ΚΔ)
γ) «τέκνα της οργής» — αυτοί που έχουν υποπέσει στην οργή του θεού (ΚΔ)
δ) «κατάρας τέκνα» — οι καταραμένοι (ΚΔ)
νεοελλ.
1. (νομ.) α) το πρόσωπο ως προς τους άμεσους γεννήτορές του
β) το πρόσωπο που έχει υιοθετηθεί, όταν αναφέρεται σε σχέση με τους θετούς γονείς του
2. φρ. «θετό τέκνο» — υιοθετημένο παιδί
νεοελλ.-μσν.
φρ. «πνευματικό(ν) τέκνο(ν)»
i) ο αναδεκτός, ο βαφτιστικός
ii) αυτός που έχει ανατραφεί ή εκπαιδευθεί από κάποιον ή καθοδηγείται πνευματικά από κάποιον
αρχ.
νεογνό ζώου ή πτηνού («στρουθοῑο νεοσσοὶ καὶ νήπια τέκνα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τεκ- της ρίζας του ρ. τίκτω (βλ. λ. τίκτω) με επίθημα -νο-ν (πρβλ. στέρ-νο-ν, τιθή-νη, φερ-νή). Η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής που σημαίνουν «υπήκοος, υπηρέτης, νεαρός άνδρας», όπως λ.χ. με το αρχ. νορβ. pegn και το αρχ. γερμ. degan].