αὐλητρίς

From LSJ
Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλητρίς Medium diacritics: αὐλητρίς Low diacritics: αυλητρίς Capitals: ΑΥΛΗΤΡΙΣ
Transliteration A: aulētrís Transliteration B: aulētris Transliteration C: avlitris Beta Code: au)lhtri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, flute-girl, Simon.178, Ar.Ach.551, X.HG2.2.23, Pl.Prt. 347d, BCH6.24 (Delos, ii B. C.), etc.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
mujer flautista, flautista Ar.Ach.551, ὅπου ... συμπόται ... πεπαιδευμένοι εἰσίν, οὐκ ἂν ἴδοις ... αὐλητρίδας donde los comensales son gente bien educada, no podrías ver flautistas Pl.Prt.347d, ἐν τοῖς τῶν αὐλητρίδων διδασκαλείοις διατρίβουσιν se entretienen en las escuelas de flautistas Isoc.15.287, τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ' αὐλητρίδων derribaron los muros al son de las flautistas X.HG 2.2.23, ἐν Σκύθαις οὐκ εἰσὶν αὐλητρίδες Arist.APo.78b31, cf. Plu.2.150d, καλεῖν δ' ἐκέλευε τὰς αὐλητρίδας Theopomp.Hist.236, αὐλητρίδα λαβὼν ὑπέστρεψεν D.C.39.10, ἡ Λάμια δ' ἦν αὐλητρίς Macho 176, αὐλητρὶς ἢ ποιήτρια D.Chr.33.45, cf. 66.27, αὐλητρίδος ἀκούειν Ael.Ep.15, cf. Simon.157D., Pl.Smp.215c, D.21.36, X.Smp.2.1, Theoc.2.146, Satyr.Vit.Eur.39.5.15, Plb.14.11.4, GDI 1842.6 (Delfos II a.C.), ID 442A.197 (II a.C.), PRoss.Georg.2.18.16 (II d.C.), Ael.Ep.16, 19, Alciphr.1.15.4, Et.Gen.1401
ἡ Αὐλητρίς La flautista tít. de una comedia de Antífanes (tb. conocida como αἱ Δίδυμαι) Antiph.48, de Menandro (v. tb. ἀρρηφόρος) Men.Fr.59, de Diodoro, Diod.Com.1, en plu. αἱ Αὐλητρίδες Las flautistas tít. de una comedia de Fenícides, Phoenicid.1.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
joueuse de flûte.
Étymologie: αὐλητής.

German (Pape)

ίδος, ἡ, Flötenbläserin, Plat. Symp. 215c und öfter, wie Folgde.

Russian (Dvoretsky)

αὐλητρίς: ίδος ἡ флейтистка Arph., Xen., Plat., Isocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλητρίς: -ίδος, ἡ, κόρη ἔχουσα ὡς ἐπάγγελμα τὸ αὐλεῖν ἐπὶ μισθῷ, αὐλήτρια, Λατ. tibicina, Σιμων. (;) 181, Ἀριστοφ. Ἀχ. 551, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 23, Πλάτ. Πρωτ. 347D· - πολλάκις ἀπεικονίζονται αὐλητρίδες ἐπὶ ἀρχαίων ἀγγείων αὐλοῦσαι ἐν συμποσίοις, ἴδε τὸν κατάλογον τῶν ἐν τῷ Βρετ. Μουσείῳ ἀγγείων ἀρ. 740. Ἴδε Γλωσσ. Παρατ. Κόντου σ. 194.

Greek Monolingual

η
βλ. αυλητής.

Greek Monotonic

αὐλητρίς: -ίδος, ἡ (αὐλέω), κόρη που παίζει αυλό, Λατ. tibicina, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

αὐλέω
a flute-girl, Lat. tibicina, Ar., Xen., etc.