ἀντιψηφίζομαι
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
vote against, πρός τι Plu.Lys.27; τὸ ἀληθὲς τῷ λόγῳ ἀ. Lib.Or.64.37.
Spanish (DGE)
votar contra πρὸς ταῦτα γὰρ ἀντεψηφίσαντο ... ψηφίσματα Plu.Lys.27, τῷ λόγῳ Lib.Or.64.37.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντεψηφισάμην;
rendre un vote ou un décret contraire.
Étymologie: ἀντί, ψηφίζω.
German (Pape)
dagegen stimmen, einen Beschluß fassen, Plut. Lys. 27.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιψηφίζομαι: подавать голос против (προός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιψηφίζομαι: ἀποθ., ψηφοφορῶ ἐναντίον, ῥίπτω ἐναντίαν ψῆφον, πρὸς ταῦτα ἀντεψηφίσαντο Θηβαῖοι Πλουτ. Λύσ. 27.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀντιψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., ψηφίζω ενάντια σε, πρός τι, σε Πλούτ.