ξεναγέω
English (LSJ)
A to be a leader of mercenaries, ξ. ξενικοῦ X.HG4.3.15, cf. 4.3.17, D.23.139, Arr.Fr.99J.
II guide strangers, show them the sights, ἄριστά σοι ἐξενάγηται your work as a guide has been done excellently, Pl.Phdr.230c; ξεναγούμενος one seeing the sights, ibid.; ξενάγησόν με νέηλυν ὄντα Luc.DMort.18.1, cf. Cont.I: metaph., generally, guide, direct, Alciphr.1.26; ξ. τινὰ πρὸς τὰς Μούσας Them.Or.9.123b, cf. Ph.2.330:—Pass., ὑπὸ σοφίας ξ. Id.1.630.
III Med., receive hospitality, Procop.Goth.3.9:—so in Pass., ib.4.22.
German (Pape)
[Seite 275] Gäste oder Fremde herumführen und ihnen die Merkwürdigkeiten des Ortes zeigen; ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας, Plat. Phaedr. 230 c; ὥςτε ἄριστα ἐξενάγηται, ibd.; Sp., ξενάγησόν με νέηλυν ὄντα, Luc. D. Mort. 18, 1; vgl. bes. Cont. 1; Alciphr. 1, 26. – Nach den VLL. auch = ξενοδοχεῖν. – Bei Xen. auch = Anführer der Miethstruppen sein, οὗ Ἡριππίδας ἐξενάγει ξενικοῦ, Hell. 4, 2, 17; Agesil. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 conduire des étrangers;
2 commander des soldats étrangers.
Étymologie: ξεναγός.
Russian (Dvoretsky)
ξενᾱγέω:
1 сопровождать гостей, служить проводником: ξεναγούμενος Plat. чужеземец (которого сопровождают), гость; ξενάγησόν με νέηλυν ὄντα Luc. будь проводником мне, новоприбывшему;
2 быть ксенагом, командовать войсками иноземных наемников (ξ. τοῦ ξενικοῦ Xen.): οἱ ξεναγοῦντες Dem. = οἱ ξεναγοί.
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾱγέω: εἶμαι ξεναγός, ἤτοι ἀρχηγὸς τῶν μισθοφόρων, ξεν. τοῦ ξενικοῦ Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 15 καὶ 17, Δημ. 665. 25. ΙΙ. ὁδηγῶ τοὺς ξένους ἐπιδεικνύων αὐτοῖς τὰ ἀξιοθέατα, ἄριστά σοι ἐξενάγηται, τὸ ἔργον σου ὡς ξεναγοῦ ὑπῆρξε τέλειον, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· ξεναγούμενος, ὁ ὁδηγούμενος ὡς ξένος καὶ βλέπων τὰ ἀξιοθέατα μέρη, αὐτόθι· ξενάγησόν με νέηλυν ὄντα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 18. 1, πρβλ. Χάρ. ἢ Ἐπισκοπ. 1· μεταφορ., ξεν. τινὰ πρὸς τὰς Μούσας, πρὸς τὴν ἀλήθειαν Θεμίστ. 123Β, Ἐκκλ.
Greek Monotonic
ξενᾱγέω: μέλ. -ήσω,
I. είμαι ξεναγός, δηλ. αρχηγός των μισθοφόρων, σε Ξεν., Δημ.
II. οδηγώ τους ξένους και τους δείχνω τα αξιοθέατα, σε Λουκ. — Παθ., απρόσ., ἄριστά σοι ἐξενάγηται, το αποτέλεσμα της δουλειάς σου ως ξεναγού υπήρξε τέλειο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ξενᾱγέω,
I. to be a ξεναγός, Xen., Dem.
II. to guide strangers, show them the sights, Luc.: Pass., impers., ἄριστά σοι ξενάγηται your work as a guide has been done excellently, Plat.