οἰκοδεσπότης

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδεσπότης Medium diacritics: οἰκοδεσπότης Low diacritics: οικοδεσπότης Capitals: ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ
Transliteration A: oikodespótēs Transliteration B: oikodespotēs Transliteration C: oikodespotis Beta Code: oi)kodespo/ths

English (LSJ)

οἰκοδεσπότου, ὁ,
A master or steward of a house, Alex.225, Ev.Matt.10.25, PMeyer 24.2 (vi A. D.): metaph., of God, Arr.Epict.3.22.4 (οἰκίας δ. was preferred by the Atticists, as in Pl.Lg.954b: so οἴκων δεσπόται X.Mem. 2.1.32, cf. Phryn.348).
2 native ruler, opp. foreign emperor, J.Ap.2.11.
II Astrol., of a planet, owner of a domicile or otherwise predominant, Ptol.Tetr.97, Porph. ap. Iamb.Myst.9.5, Heph. Astr.1.13, PSI3.158.80 (iii A. D.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 maître de maison, chef de famille;
2 qui exerce une influence prédominante dans son domaine en parl. des signes du zodiaque.
Étymologie: οἶκος, δεσπότης.

German (Pape)

ὁ, der Hausherr; Alexis bei Poll. 10.21, der wie Phryn. das Wort verwirft; es findet sich bes. im NT und bei Sp., vgl. Lobeck Phryn. 373.
Bei den Astrologen der Planet, der in einem Hause oder Zeichen des Tierkreises seine Macht ausübt, der jedesmal regierende Planet, Sp.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδεσπότης: ου ὁ (тж. οἰ. τῆς οἰκίας NT) хозяин дома NT.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεσπότηςκύριος οἴκου ἢ οἰκογενείας, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 6, συχν. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀλλά: οἰκίας δεσπότης ἔλεγον κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 954Β· οὕτως, οἴκου δ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 373. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ ἕκαστον σημεῖον τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου ἦτο οἶκος διὰ τὸν πλανήτην, ὅστις εἰσερχόμενος εἰς τὸ ζῴδιον ἐθεωρεῖτο ὡς ἐπιδρῶν εἰς τοὺς μῆνας καὶ τὰς ἡμέρας ἐφ’ ὅσον ἐκυρίευε· τοῦτο ἐλέγετο οἰκοδεσποτεῖν, καὶ ὁ κυριεύων πλανήτης οἰκοδεσπότης.

English (Strong)

from οἶκος and δεσπότης; the head of a family: goodman (of the house), householder, master of the house.

English (Thayer)

οἰκοδεσπότου, ὁ (οἶκος, δεσπότης), master of a house, householder: ἄνθρωπος οἰκοδεσπότης (see ἄνθρωπος, 4a.), οἰκοδεσπότης τῆς οἰκίας, Winer's Grammar, § 65,2. (Alexis, a comic poet of the 399-300 B.C.> IV. century B.C. quoted in Pollux 10,4, 21; Josephus, contra Apion 2,11, 3; Plutarch, quaest. Romans 30; Ignatius ad Ephesians 6 [ET]. Lob. ad Phryn., p. 313shows that the earlier Greeks said οἴκου or οἰκίας δεσπότης.)

Greek Monolingual

ο (Α οἰκοδεσπότης)
ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού, ο νοικοκύρης
αρχ.
1. ντόπιος κυβερνήτης
2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης.

Greek Monotonic

οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, κύριος του σπιτιού, αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις για το σπίτι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

οἰκο-δεσπότης, ου, ὁ,
the master of the house, the good man of the house, NTest.

Chinese

原文音譯:o„kodespÒthj 哀可-得士坡帖士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:家-自己的(者)
字義溯源:一家之主,作家主的,家主,田主,主人;由(οἶκος)*=住處)與(δεσπότης)*=絕對的統治者,主)組成。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(12);太(7);可(1);路(4)
譯字彙編
1) 家主(8) 太10:25; 太20:11; 太21:33; 太24:43; 可14:14; 路12:39; 路13:25; 路14:21;
2) 主人(1) 路22:11;
3) 作家主的(1) 太20:1;
4) 一家主(1) 太13:52;
5) 田主的(1) 太13:27