ῥακά

From LSJ
Revision as of 21:35, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακά Medium diacritics: ῥακά Low diacritics: ρακά Capitals: ΡΑΚΑ
Transliteration A: rhaká Transliteration B: rhaka Transliteration C: raka Beta Code: r(aka/

English (LSJ)

Hebr. word expressive of contempt, Ev.Matt.5.22.

Russian (Dvoretsky)

ῥακά: ὁ или τό indecl. (арам.) пустой человек T.

Greek (Liddell-Scott)

ῥακά: ἐβραϊκὴ λέξις ἐκφράζουσα ἄκραν περιφρόνησιν, κενός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22.

English (Strong)

of Chaldee origin (compare רֵק); O empty one, i.e. thou worthless (as a term of utter vilification): Raca.

Greek Monolingual

ῥακά, ΝΑ
(εβραϊκή λ.) άκλ. λέξη υβριστική με την οποία πιθανώς δηλώνεται ο ανόητος, ο άμυαλος («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).

Greek Monotonic

ῥακά: Εβρ. λέξη που εκφράζει απόλυτη περιφρόνηση, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

Hebr. word expressive of utter contempt, NTest.

Chinese

原文音譯:?ak£ 拉卡
詞類次數:名詞(1)
原文字根:空的
字義溯源:哦,廢物,飯桶,愚笨,獃子,拉加;拉加是原文音譯,意:愚笨,源自迦勒底文(רֵיק‎)=空的),而 (רֵיק‎)出自(רִיק‎)=倒空)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 拉加(1) 太5:22

French (New Testament)

raca, « vaurien » : expression de mépris utilisée par les Juifs au temps de Jésus
[araméen « vide (d'esprit)]]»