ἅλαδε

From LSJ
Revision as of 21:35, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλᾰδε Medium diacritics: ἅλαδε Low diacritics: άλαδε Capitals: ΑΛΑΔΕ
Transliteration A: hálade Transliteration B: halade Transliteration C: alade Beta Code: a(/lade

English (LSJ)

[ᾰλ], Adv., (ἅλς)
A to or into the sea, Il.1.308, Epicur.Fr.194, etc.; εἰς ἅλαδε Od.10.351.
II ἅλαδεμύσται, name of the second day of the Eleusinian mysteries, 16th Boedromion, Polyaen.3.11.2, cf. IG1.53a35, 2.385d20.

Spanish (DGE)

(ἅλᾰδε)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. hacia el mar, al mar, Il.1.308, εἰς ἅλαδε Od.10.351, τōν πυλōν <ι> ἅ. ἐ[χ] σελαύνοσιν οἱ μύσται de las puertas por las que los iniciados se abalanzan en dirección al mar, IG 13.84.35 (V a.C.), cf. 22.847.20 (III a.C.), en la frase Ἅλαδε μύσται usado como n. del 16 de Boedromión, segundo día de los misterios de Eleusis, Polyaen.3.11.2, Hsch.

German (Pape)

[Seite 88] zum Meere hin, in's Meer. Hom. u. folg. D.; εἰς ἅλαδε Od. 10, 351; – ἅλαδε μύσται der zweite Tag des Eleusinischen Festes, Polyaen. 3, 11, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
et εἰς ἅλαδε;
à la mer, en mer avec mouv.
Étymologie: ἅλς¹, -δε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἅλαδε ἅλς adv., naar de zee; ook met prep.: εἰς ἅλαδε naar de zee Od. 10.351.

Russian (Dvoretsky)

ἅλᾰδε: тж. εἰς ἅλᾰδε (ᾰλ) (на вопрос «куда?») в море om.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλᾰδε: [ᾰ], ἐπίρρ. (ἅλς) πρὸς ἢ εἰς τὴν θάλασσαν, Ἰλ. Α. 308, κτλ.· ὡσαύτως, εἰς ἅλαδε, Ὀδ. Κ.351 ΙΙ. «Ἅλαδε μύσται», τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας ἡμέρας τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, ἡ ἕκτη καὶ δεκάτη τοῦ Βοηδρομιῶνος, Πολύαιν. 3. 11, 2.

English (Autenrieth)

seaward, into the sea; with εἰς, Od. 10.351.

Greek Monolingual

ἅλαδε επίρρ. (Α)
προς τη θάλασσα, στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επίρρ. κατάλ. -δε).

Greek Monotonic

ἅλᾰδε: [ᾰλ], επίρρ. του ἅλς, προς ή στην θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης εἰςἅλασε, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

adverb of ἅλς, to or into the sea, Il., etc.; also, εἰς ἅλαδε Od.