ενέδρα

From LSJ
Revision as of 16:18, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

η (AM ἐνέδρα)
1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.)
2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.)
αρχ.
1. θέση, τοποθέτηση σ' ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.)
2. τα πρόσωπα που ενεδρεύουν
3. στάση σε τόπο ή για ένα χρονικό διάστημα, χρονοτριβή.

Translations

ambush

Apache Western Apache: yidáh nehedzaa; Armenian: հարձակում դարանից; Azerbaijani: pusqu; Belarusian: засада; Catalan: emboscada; Chinese Mandarin: 遇袭, 偷袭; Dutch: hinderlaag; Greek: ενέδρα; Ancient Greek: αἴνιγμα, δόκος, ἔγκρυμμα, ἔνδοκος, ἐνέδρα, ἐνεδρεύτειρα, ἐνέδρη, ἔνεδρον, λόχος; Esperanto: embusko; Finnish: väijytys, ylläkkö, yllätyshyökkäys, tuliylläkkö; French: embuscade; German: Hinterhalt; Hungarian: csapda, orvtámadás; Italian: imboscata; Korean: 매복; Macedonian: заседа; Maori: urumaranga; Mongolian: отолт; Old English: sǣt; Ottoman Turkish: پوصو; Polish: zasadzka; Portuguese: emboscada; Romanian: ambuscadă; Russian: засада; Spanish: emboscada; Tarifit: anday; Turkish: pusu; Ukrainian: засідка, засада, підсі́дка