κουφόπους
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
πουν, gen. ποδος, lightfooted, Hsch.s.v. ψαυκρόποδα.
Greek (Liddell-Scott)
κουφόπους: ουν, ἐλαφρόπους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ψαυκρόποδα.
Greek Monolingual
κουφόπους, -ουν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ελαφρός στα πόδια, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + πούς (πρβλ. βραδύπους, ωκύπους)].
German (Pape)
ποδος, leichtfüßig, Hesych.