πρέσβις
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
(A), εως, ὁ,
A ambassador, πρέσβις οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται Prov. ap. Sch.Il.4.394; alleged as the word of which πρέσβεως (Ar.Ach.93) is gen., Choerob. in Theod.1.233, Sch.Ar.l.c., Suid.
(B), εως, ἡ, poet. for πρεσβεία,
A age, κατὰ πρέσβιν according to age, h. Merc.431, Pl.Lg.855d, etc.
II aged woman, v.l. for πρεσβῦτις in Aesop.107b (pp.182,183 Chambry).
2 ambassadress, Ael. ap. Eust.738.62.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, die Alte. Schäf. ad Aesop. 107. ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v.l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσθω. ὁ, = πρεσβευτής, der Gesandte, nur in einer lakon. Inschrift.
French (Bailly abrégé)
2adj. f.
âgée, vieille.
Étymologie: πρέσβυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβις -εως, ἡ [πρέσβυς] ouderdom.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβις:
I ἡ (только acc. sing. πρέσβιν) старшинство или старость: κατὰ πρέσβιν HH, Plat. по старшинству.
II ἡ старуха Aesop.
Greek Monolingual
(I)
-εως, Α
πρεσβευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. του πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε -ις, -εως].
(II)
-εως, ἡ, Α
1. ηλικία («κατά πρέσβιν» — κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.)
2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῦσα», Αίσωπ.)
3. η σύζυγος του πρέσβεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -ις].
Greek Monotonic
πρέσβις: ἡ, ποιητ. αντί πρεσβεία, ηλικία, κατὰ πρέσβιν, σύμφωνα με την ηλικία, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβις: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ πρέσβυς, πρεσβευτής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 93, Σουΐδ., κλπ.
Middle Liddell
πρέσβις, ιος, ἡ, [poetic for πρεσβεία
age, κατὰ πρέσβιν according to age, Hhymn., Plat.