ὑπεράγω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ᾰ],
A lift up over, τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92.
II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5; τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35: c. acc., ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.Ep.27: mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal, αἰχμάλωτοι SIG588.67 (Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.; ῥώμαις Id.5.17, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v.l. in Id.3.44; ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31 (33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.
German (Pape)
[Seite 1189] (s. ἄγω), übertreffen, τινὸς καὶ διαφέρειν Pol. 11, 13, 5, u. a. Sp.; ὑπεράγων, übermäßig, außerordentlich, D. Sic.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεράγω: превосходить: ὑ. τινός Polyb. превосходить кого-л.; ὑ. τινός τινι или τινά τινι Diod. превосходить кого-л. в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράγω: μέλλ. -ξω, ἐξυψῶ, ἀνυψῶ, τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 92. ΙΙ. ὑπερέχω, ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, μετὰ γεν., Πολύβ. 11. 13, 5· πάντων τοῖς ὁδοῦσιν Διόδ. 3. 35· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ μετοχ., ὑπεράγων, ουσα, ον, ἔκτακτος, ἔξοχος, ὁ αὐτ. 13. 90, κλπ.· τινί, κατά τι, ὁ αὐτ. 5. 17, κλπ.· μετ’ αἰτ., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑπ. ὁ αὐτ. 3. 44 - πρβλ. ὑπεραγόντως. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεράγοντα, ὑπερέχοντα, ‘τὸν δὲ ὑψηλὸν ἡλικίᾳ ὄντα, καὶ ὑπεράγοντα τὸν ἐπίσκοπον, τὴν βλάβην τῇ κεφαλῇ δέξασθαι’».
Greek Monolingual
ΜΑ ἄγω
μσν.
ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.)
αρχ.
1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.)
2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ.)
3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ὑπεράγων, -ουσα, -ον
υπέροχος, έξοχος.