ἀφθορία

From LSJ
Revision as of 19:09, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφθορία Medium diacritics: ἀφθορία Low diacritics: αφθορία Capitals: ΑΦΘΟΡΙΑ
Transliteration A: aphthoría Transliteration B: aphthoria Transliteration C: afthoria Beta Code: a)fqori/a

English (LSJ)

ἡ, incorruption, integrity, purity, chastity, incorruptibility, virginity, prob. l. for ἀδιαφθορία in Ep.Tit.2.7, cf. Them.inPh.82.22.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 integridad ἐν τῇ διδασκαλίᾳ Ep.Tit.2.7, τοῦ κόσμου τὴν ἀφθορίαν διασαλεύει Them.in Ph.82.22.
2 virginidad, castidad αἰνείσθω σοι καὶ γάμος, πρὸ γάμου δ' ἀφθορία Gr.Naz.M.37.634A.

German (Pape)

[Seite 410] ἡ, Unverdorbenheit, Unschuld, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incorruptibilité, pureté.
Étymologie: ἄφθορος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφθορία:неиспорченность, непорочность NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφθορία: ἡ ἔλλειψις φθορᾶς, πιθ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀδιαφθορία· ἐν τῇ πρὸς Τίτ. Ἐπιστολ. β΄, 7, Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monotonic

ἀφθορία: ἡ, αφθαρσία, έλλειψη φθοράς, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[From ἄφθορος, incorruption, NTest.

Chinese

原文音譯:¢diafqor⋯a 阿-笛阿-弗拖里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-經過-敗壞
字義溯源:不腐朽,純正,正直,直;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(διαφθείρω)=全然敗壞)組成,而 (διαφθείρω)又由(διά)*=經過)與(φθείρω)*=毀壞)組成。註:正直;和合本原文採用 (ἀφθορία) 欽定本原文則用 (ἀφθονία / ἀφθορία / ἀδιαφθορία);兩者字義均為正直。這字僅在( 多2:7)使用一次
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 直(1) 多2:7