προφυράω

From LSJ
Revision as of 07:05, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφυράω Medium diacritics: προφυράω Low diacritics: προφυράω Capitals: ΠΡΟΦΥΡΑΩ
Transliteration A: prophyráō Transliteration B: prophyraō Transliteration C: profyrao Beta Code: profura/w

English (LSJ)

A knead beforehand:—Pass., μᾶζα προφυρηθεῖσα Hp. Vict.2.40; also, to be steeped beforehand, οἴνῳ, ὕδατι, Theophrastus De Odoribus 23.
II metaph., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted, Ar.Av.462; ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον there's a mischief ready brewed for me, Id.Th.75.

German (Pape)

[Seite 798] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται λόγος, die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pétrir d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, φυράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-φυράω vooraf kneden; pass..; μᾶζα προφυρηθεῖσα tevoren gekneed gerstebrood Hp. Vict. 2.40; overdr.. προπεφύραται λόγος εἷς μοι een bijzondere speech is door mij van tevoren door en door gekneed Aristoph. Av. 462.

Russian (Dvoretsky)

προφῡράω: досл. заранее месить, перен. подготовлять (ἔστιν κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον Arph.): προπεφύραται λόγος Arph. речь уже готова.

Greek Monotonic

προφῡράω: μέλ. -ήσω, ανακατεύω ή ζυμώνω από πριν· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται λόγος, ο λόγος είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προφῡράω: ζυμώνω πρότερον· ὅπως ἐν τῷ παθ., μᾶζα προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται λόγος, ὁ λόγος ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.

Middle Liddell

fut. ήσω
to mix up or knead beforehand: metaph. in Pass., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted or brewed, Ar.