ἀποδοκιμάω
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
= ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.
Spanish (DGE)
rechazar οὐδένα Hdt.1.199.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.
German (Pape)
= ἀποδοκιμάζω, Her. 1.199.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.
Greek Monotonic
ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
= ἀποδοκιμάζω
to reject, Hdt.