αὔλιον

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔλιον Medium diacritics: αὔλιον Low diacritics: αύλιον Capitals: ΑΥΛΙΟΝ
Transliteration A: aúlion Transliteration B: aulion Transliteration C: aylion Beta Code: au)/lion

English (LSJ)

τό,
A country-house, cottage, h.Merc.103; fold, stable, etc., E.Cyc.345,593, X.HG3.2.4, etc.: prov., βοῦς ἐν αὐλίῳ 'round peg in a square hole', Cratin.32.
II chamber, cave, grotto, ἀμφιτρὴς αὔ. S.Ph.19, cf. 954, al., AP6.334 (Leon.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 cueva, gruta ἀδμῆτες (sc. βοῦς) δ' ἵκανον ἐς αὔλιον ὑψιμέλαθρον h.Merc.103, cf. 106, 134, 399, αὔ. ἀμφιτρής S.Ph.19, Πανός Ar.Lys.721, cf. S.Ph.954, E.Cyc.345, Call.Dian.93, en plu., S.Ph.1149, E.Cyc.222, 593, αὔλια καὶ Νυμφέων ἱερὸς πάγος AP 6.334 (Leon.).
2 gener. aprisco, establo como prov. βοῦς ἐν αὐλίῳ Cratin.34, ὥσπερ ἐν αὐλίῳ X.HG 3.2.4, en plu. τὰ δὲ αὔλια ἔρημα Alciphr.2.21.2, cf. Lys.Fr.85S., Longus 4.18.3
fig. abrigo, morada de las casas de una ciudad αὔλια καὶ μακάρων ἐξ ἐτέων κτέανα AP 9.424 (Duris).
3 patio pequeño ἔσωθεν αὐλίου ἐν οἰκίᾳ PLond.871.15 (VII d.C.) en BL 1.298, cf. dud. PIand.95.7 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 393] τό, ländliche Wohnung, H. h. Merc. 103; Hürde, Xen. Hell. 3, 2, 3; βουκολίων Alph. 9 (IX, 104); oft Theocr.; Grotte, Soph. Phil. 19 u. öfter; Eur. Cycl. 344; Πανός Ar. Lys. 721.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 habitation rustique, cabane;
2 étable;
3 caverne, grotte.
Étymologie: αὖλις.

Russian (Dvoretsky)

αὔλιον: τό
1 хижина, лачуга HH;
2 скотный двор, стойло, хлев Eur., Xen., Anth.;
3 тж. pl. жилье, пещера Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

αὔλιον: τό, οἰκία ἀγροτική, οἰκημάτιον ἐν τοῖς ἀγροῖς, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 103· μάνδρα, σταῦλος, κτλ., Εὐρ. Κύκλ. 345, 593, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4, κτλ.· «βοῦς ἐν αὐλίῳ· παροιμία ἐπί τῶν ἀχρήστων» Ἡσύχ. (Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 10)· πληρέστερον: «βοῦς ἐν αὐλίῳ γέρων, ἐπὶ τῶν δι’ ἀσθένειαν ἡσυχαζόντων» Διογεν. Παροιμ. ΙΙΙ. 70. ΙΙ. θάλαμος, σπήλαιον, δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19, πρβλ. 954, 1087, 1134, Ἀνθ. Π. 6. 334.

Greek Monolingual

αὔλιον, το (Α) αυλή
1. στάβλος, μαντρί
2. αγροτική κατοικία
3. σπηλιά.

Greek Monotonic

αὔλιον: τό (αὐλή),
I. εξοχική κατοικία, αγροτική κατοικία, σε Ομηρ. Ύμν.· μάνδρα, σταύλος, σε Ευρ., Ξεν.
II. θάλαμος, σπήλαιο, σπηλιά, σε Σοφ.

Middle Liddell

αὐλή
I. a country house, cottage, Hhymn.: a fold, stable, Eur., Xen.
II. a chamber, cave, grotto, Soph.

English (Woodhouse)

farm-yard, fold, farmyard, fold for sheep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)