ἀρισκυδής
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
[ᾰ], ές, (σκύζω) very wrathful, Call.Fr.108.
Spanish (DGE)
(ἀρισκῡδής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
muy irritado εὖνις ... Διός Call.SHell.267.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρισκῡδής: -ές, (σκύζω) λίαν ὀργίλος, ἀρισκυδὴς εὖνις Διός, ἡ ἄγαν σκυζομένη, ὀργιζομένη, Καλλιμ. Ἀποσπ. 108.
Greek Monolingual
ἀρισκυδής (-οῦς), -ές (Α)
πολύ οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + σκύζομαι «οργίζομαι, αγανακτώ»].
German (Pape)
[ῡ] (σκύζω), sehr zornig, Callim. frg. 108.
Translations
wrathful
French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso