περιτροπή

Revision as of 04:38, 21 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,
1turning round, revolution, ἐτέων περιτροπάς Semon.1.8, cf. Pl.Tht.209e; ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις… περιφορὰς συνάπτωσι Id.R.546a; περιτροπὴ ἔτους Wilcken Chr.27.32 (ii A. D.): prov., ὑπέρου περιτροπή = spinning the pestle, v. ὕπερος 1.
2 turning about, changing, ἐν περιτροπῇ = by turns, one after another, Hdt.2.168,3.69; ἐκ περιτροπῆς D.H.5.2, Aristid.Or.43(1).24, BGU149.9(ii/iii A. D.), D.C.53.1; ἐκ τῆς περιτροπῆς Id.54.19.
3 overturning, ὠθισμοὶ καὶ π. ἀλλήλων Plu.2.639f.
b Rhet., ἡ περιτροπὴ τοῦ λόγου = turning an opponent's arguments against himself, S.E.P.2.128, al., cf. Dam.Pr.13.

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, das Umkehren, Plat. Theaet. 209 d; ὑπέρου π., von Dingen, mit denen man nicht zu Stande kommt, Phot. u. Suid. aus Plat. com.; – Umwechseln, ἐν περιτροπῇ, reihum, Einer nach dem Andern, Her. 2, 168. 3, 69; ἐκ περιτροπῆς, D. Hal. 5, 2; – das Umwerfen, beim Ringen, Plut. Symp. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour périodique ou par alternance ; ἐν περιτροπῄ à tour de rôle, successivement;
2 action de renverser en faisant tourner.
Étymologie: περιτρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτροπή -ῆς, ἡ [περιτρέπω] omkering, omdraaiing. afwisseling, beurt:. ἐν περιτροπῇ om de beurt Hdt. 2.168.2.

Russian (Dvoretsky)

περιτροπή:
1 вращение: σκυτάλης ἢ ὑπέρου π. погов. Plat. (бесплодное) вращение палки или песта, т. е. толчение воды в ступе;
2 круговорот, чередование, цикл, круг (περιτροπαὶ βραχύποροι Plat.): ἐν περιτροπῇ Her. чередуясь, посменно;
3 опрокидывание (περιτροπαὶ ἀλλήλων Plut.): ἡ π. τοῦ λόγου Sext. обращение доказательства, т. е. использование довода противника против него самого.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιτρέπω
φρ. «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη σειρά, αλληλοδιαδόχως, με κανονική εναλλαγή της σειράς
μσν.-αρχ.
μετατροπή, εναλλαγήμηδαμῶς συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)
αρχ.
1. περιστροφή, κυκλική κίνηση («ἐτέων περιτροπάς», Σιμων.)
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ ἀλλήλων», Πλούτ.)
3. φρ. α) «περιτροπὴ τοῦ λόγου» — το να στρέφει κάποιος εναντίον του αντιπάλου του το επιχείρημα που προέβαλε εκείνος
β) παροιμ. «ὑπέρου περιτροπή» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν κάτι πολλές φορές χωρίς να κατορθώνουν τίποτε.

Greek Monotonic

περιτροπή: ἡ (περιτρέπω),
1. μεταβολή, περιστροφή, περιφορά, σε Πλάτ.
2. ανατροπή, αλλαγή, ἐν περιτροπῇ, κατά διαδοχή, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροπή: ἡ, περιστροφή, κύκλος, Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις... περιτροπὰς ξυνάπτωσι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Α· ἐτέων περιτροπὰς Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1.8· ― παροιμ., ὑπέρου π., ἴδε ὕπερος Ι. 2) ἐν περιτροπῇ, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἕτερον, κατὰ διαδοχήν, ἢ περιοδικῶς, τάδε δὲ ἐν περιτροπῇ ἐκαρποῦντο, καὶ οὐδαμὰ ωὑτοὶ Ἡρόδ. 2. 168., 3. 69· ἐκ περιτροπῆς Διον. Ἁλ. 5. 2, Δίων Κ. 53. 1. 3) ἀνατροπή, ὠθισμοὶ καὶ π. ἀλλήλων Πλούτ. 2. 639F· ― ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ π. τοῦ λόγου, ἀνατροπὴ τοῦ ἀντιπάλου διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἐπιχειρημάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 128, κτλ.

Middle Liddell

περιτροπή, ἡ, περιτρέπω
1. a turning round, revolution, circuit, Plat.
2. a turning about, changing, ἐν περιτροπῇ by turns, Hdt.

English (Woodhouse)

revolution, revolving motion

Translations

revolution

Arabic Moroccan Arabic: دورة‎; Armenian: պտույտ; Asturian: revolución; Bulgarian: въртене; Catalan: revolució; Chinese Mandarin: 旋轉/旋转; Dutch: omwenteling; Finnish: kierros, pyörähdys; French: tour, révolution; Galician: revolución; German: Umdrehung; Greek: περιστροφή; Ancient Greek: περιστροφή; Hindi: परिक्रमण, भ्रमण, परिभ्रमण; Hungarian: fordulat, forgás; Indonesian: revolusi; Japanese: 回転; Kurdish Central Kurdish: خول‎; Latin: revolutio; Luxembourgish: Ëmdréiung; Malay: pusingan; Manx: cassey, çhyndaa; Maori: hurihanga, whananga; Norwegian Bokmål: rotasjon, omdreining; Nynorsk: omdreiing; Persian: گشتن‎, بازگشتن‎; Polish: obrót; Portuguese: revolução, rotação, giro; Russian: вращение, оборот; Spanish: revolución; Swahili: geuza; Swedish: rotation; Turkish: döngü; Walloon: toû; Welsh: amdro, amdroeon

shipwreck

Breton: peñse; Bulgarian: корабокрушение; Catalan: naufragi; Czech: ztroskotání; Danish: forlis, skibbrud, skibsforlis; Dutch: schipbreuk; Erzya: венчколамо; Finnish: haaksirikko; French: naufrage; Galician: naufraxe, naufraxio; German: Schiffbruch; Greek: ναυάγιο; Ancient Greek: ἁλιφθορία, ἀλιφθορίη, ναυαγία, ναυαγίη, ναυφθορία, ἔκπτωσις, περιτροπή, φθορά, φθορή; Hungarian: hajótörés; Ingrian: haaveri; Italian: naufragio; Latin: naufragium; Macedonian: бродолом; Maori: waka papaea, paeārautanga; Norman: naûfrage; Norwegian Bokmål: skipsvrak; Nynorsk: skipsvrak; Old English: sċipġebroc; Plautdietsch: Scheppbruch; Portuguese: naufrágio; Romanian: naufragiu; Russian: кораблекрушение; Serbo-Croatian: brȍdolom; Spanish: naufragio; Swedish: skeppsbrott, förlisning; Ukrainian: корабельна аварія, аварія корабля