καρτερός
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ά, όν, (κάρτος)
A = κρατερός (q. v.), strong, staunch, φάλαγγες Il.5.592; καὶ εἰ μάλα κ. ἐστιν [Hector] 13.316; Ἡρακλῆς ὁ κ. Ar.Ra.464: c. inf., κ. ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν Il.13.483; πολέμῳ ἔνι κ. ἐσσι 9.53; Ζεὺς Τυφῶ -ώτερος μάχῃ A.Th.517; τὰ καρτερώτατα the strongest, S.Aj.669. 2 c. gen., possessed of, in control of, master of, Ἀσίης Archil.26; οὐκέτι τῆς αὑτοῦ γλώσσης κ. οὔτε νόου Thgn.480; ἁμῶν Theoc.15.94; παθῶν D.H.5.8; γῆς καὶ οἰκίων SIG45.28 (Halic., V B.C.); Θηβαίων Arr.Fr.91 J. 3 = καρτερικός, steadfast, patient, πρὸς πάντα X.Cyr.1.6.25; obstinate, -ώτατος ἀνθρώπων πρὸς τὸ ἀπιστεῖν Pl.Phd.77a; κ. πρὸς τὸ λέγειν mighty in disputation, Id.Tht.169b. 4 of things, mighty, potent, ὅρκος Il.19.108; κ. ἔργα deeds of might, 5.872; κ. ἕλκος severe, 16.517; κ. μάχη strongly contested, sharp, severe, Hdt.1.76, Th.4.43; ναυμαχίη Hdt.8.12; ἀγών Plb.1.27.11; ἀλαλά, μέριμναι, Pi.I.7(6).10, 8(7).13; λίθος Id.O.1.58, E.Fr.1044; κτύπος A.Pr.923; -ώτατον βέλος Pi.O.1.112; τὸ κ. force, violence, A.Supp.612; but τόλμης εἶμι πρὸς τὸ κ. the utmost verge of... E.Med.394; κατὰ τὸ κ. in Adv. sense, Hdt.1.212, 3.65, Ar.Ach.622, etc.; πρὸς τὸ κ. A.Pr.214: abs., τὸ κ. Theoc.1.41. 5 of place, strong, Hdt.9.9, Th.4.3; τὸ -ώτατον τοῦ Χωρίου Id.5.10; λόφος κ. Id.4.131. 6 = κύριος, fixed, determined, τοῦτο κ. εἶναι SIG45.22 (Halic., V B.C.). II Adv. -ρῶς strongly, violently, LXX 4 Ma.15.31, Arr.An.2.23.7, Luc.Somn.6; κ. ὑπνοῦσθαι to sleep sound, Hdt. 3.69. 2 resolutely, Ach.Tat.8.17; κ. ὑπόμενε Luc.Prom.21.
German (Pape)
[Seite 1330] = κρατερός, was zu vgl., stark, gewaltig, muthig, tapfer; Beiwort der Helden, καὶ εἰ μάλα καρτερός ἐστιν, von Hektor, Il. 13, 316, vgl. 1, 178; c. inf., ὃς μάλα καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν 13, 483; ἐν πολέμῳ 9, 53; φάλαγγες Il. 5, 592; von Sachen, καρτερὰ ἔργα, Gewaltthaten, 5, 872; ὅρκος, gewaltiger, festbindender Schwur, 19, 108 Od. 4, 253; ἕλκος, starke, schwere Wunde, Il. 16, 517. – Von Helden auch Pind. Ol. 13, 81 N. 7, 26; ἀλαλά I. 6, 10; ὅρκος P. 4, 166; λίθος, der gewaltige Stein, Ol. 1, 57; μέριμνα I. 7, 13; εἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ Aesch. Spt. 500; καρτερὰ φρονήματα, der gewaltige, trotzige Muth, Prom. 207; καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα τιμαῖς ὑπείκει, selbst das Gewaltige, Mächtige weicht den höheren Ehren, Soph. Ai. 635. – In Prosa oft mit πρός, z. B. καρτερὸς πρὸς τὸ λέγειν Plat. Theaet. 169 b; καρτερώτατος ἀνθρώπων ἐστὶ πρὸς τὸ ἀπιστεῖν τοῖς λόγοις, er ist der hartnäckigste, Phaed. 77 a; καρτερὸς πρὸς πάντα Xen. Cyr. 1, 6, 25; ἐν πολέμοις Luc. D. Mort. 24, 1; καὶ ἐῤῥωμένος Tox. 10. – Bes. auch τινός, einer Sache mächtig, Herr u. Meister davon, herrschend, vgl. Od. 15, 553 ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένος βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰθάκης, ἀλλ' ὑμεῖς καρτεροὶ αἰεί; Theocr. 15, 94, u. bes. in sp. Prosa, wie Arr. An. 7, 11, 5 D. Hal. 5, 8. – Uebh. stark, fest, dauerhaft, haltbar; τεῖχος Her. 9, 9; Xen. Hell. 7, 4, 22; χωρίον Thuc. 5, 65; Sp.; μάχη, heftige, gewaltige Schlacht, Her. 1, 76. 8, 12, wie Sp., z. B. Plut. Alc. 31. – Τὸ καρτερόν, substantivisch, σθένει κατὰ τὸ καρτερὸν ἀνασώσασθαι τὴν ἀρχήν, durch Muth u. Gewalt, Her. 3, 65, vgl. 1, 212; οὐ κατ' ἰσχύν, οὐδὲ πρὸς τὸ καρτερόν, δόλῳ δέ Aesch. Prom. 212; καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι κατὰ τὸ κ. Ar. Ach. 597, wie Plut. Conv. 217 c; Sp.; τόλμης εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν, zum gewalt tigen Wagestück, Eur. Med. 394. – Adv. καρτερῶς, bes. Sp., καὶ βιαίως Luc. somn. 6.