ἀαγής
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ές,
A unbroken, hard, Od.11.575, Theoc.24.123, etc. (ἀϝαγής, cf. ἄγνυμι.) [First α short ll. cc., long A.R.3.1251, Q.S.6.596.]
German (Pape)
[Seite 1] ές (ἄγνυμι), unzerbrechlich, Hom. ῥόπαλον, Od. 11, 575; δίφρος Theocr. 24, 121, unzerbrochen; δόρυ An. Rh. 3, 1251 Qu. Sm. 6, 596 (welche beide auch das erste α im Anf. des Verses lang brauchen); Nonn. θώρηκες, Dion. 2, 284.
Greek (Liddell-Scott)
ἀαγής: ές· ἄθραυστος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, ἰσχυρός, σκληρός. Ὀδ. Λ, 575, Θεοκρ. 24, 121 κλπ. (ἐν ἀρχῇ ἀϝαγής· πρβλ. ἄγνυμι). [Τὸ πρῶτον α βραχὺ ἐν Ὀδυσ. καὶ παρὰ Θεοκρ., ἀλλὰ μακρὸν παρ’ Ἀπ. Ροδ. 3, 1251. Κόϊντ. Σμυρ. 6, 596.]