σκύφος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, and σκύφος [ῠ], εος, to/:—
A cup, can, esp. used by peasants, Od.14.112 (where Aristarch. read δῶκε σκύφον, Ar.Byz. σκύφος): neut. in Epich.83, E.Cyc.390,411, Fr.146, Epig.3, Alex. 130, Archipp.7, PCair.Zen.327.26, al. (iii B.C.); masc. in Alcm.34, Anacr.82 (where σκύπφον), Simon.246, B.Fr.17, Sophr.15, E.Cyc. 256,556, Arist.Pol.1324b17, OGI214.54 (Didyma, iii B.C.), etc.:—of wooden milk-vessels, Theoc.1.143; κισσοῦ σ., κίσσινον σ.,= κισσύβιον, E.Cyc.390, Fr.146. 2 perh. skull (cf. σκυφίον 11), PMag.Par. 1.1996, al. [ῠ:—but σκύπφος in Hes.Frr.165,166, Anaximand. Hist. 1 J., Panyas.4, IG11(2).110 (Delos, iii B.C.), al.]
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, u. σκύφος, τό (vgl. über das Genus Ath. XI, 498, wo Beispiele aus den Dichtern für beide Genera beigebracht sind; es ist verwandt mit κύω, κύπελλον, σκάφος), Becher, Pokal, Trinkgeschirr, bes. der Landleute u. der Aermern. So hat Odyss. 14, 112 (ἅπαξ εἰρ.) Eumäus einen σκύφος, καί οἱ πλησάμενος δῶκε σκύφον, ᾧ περ ἔπινεν; hier schrieb nach Athen. XI, 498 e Aristophanes Byz. σκύφος, Aristarch σκύφον; Scholl. διχῶς, καὶ ὁ σκύφος καὶ τὸ σκύφος οὐδετέρως; Alcman bei Ath. a. a. O. μέγαν σκύφον, οἷά τε ποιμένες ἄνδρες ἔχουσιν; Eur. πλέων τὸν σκύφον Cycl. 556; neutr., σκύφος κισσοῦ παρέθετο, ib. 390, vgl. 411; öfter in späterer Prosa, wie bei Luc. Hermot. 12 Conviv. 46. – [Υ ist von Natur kurz, doch brauchen es Hesiod., Panyasis u. A. lang, in welchem Falle man σκύπφος schrieb, s. oben. Vgl. aber Wolf praef. Il. p. LXXI; Schäf. Theogn. 1057.]
Greek (Liddell-Scott)
σκύφος: -ου, ὁ καὶ σκύφος, εος, τό· - ποτήριον, μάλιστα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς πενομένοις τῶν ἀγροτῶν, Ὀδ. Ξ. 112 (ἔνθα ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκε δῶκε σκύφον, Ἀριστοφ. δὲ ὁ Βυζ. σκύφος)· τὸ οὐδέτερον εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἐπιχ. 61 Ahr., Εὐρ. Κύκλ. 390, 411, Ἀποσπ. 135, Ἐπιγέν. ἐν «Βακχίδι» 3, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 2, Ἄρχιππ. ἐν «Ἀμφιτρύωνι» 3· ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν παρ’ Ἀλκμ. 18, Ἀνακρ. 82, Σιμωνίδ. 247, Εὐρ. Κύκλ. 256, 556, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, κτλ.· - ἐπὶ ξυλίνων ποτηρίων, «καυκί», Θεόκρ. 1. 143, κισσοῦ σκ., κίσσινον σκ., = κυσσύβιον, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀποσπ. 135. (Πιθ. ἐκ τοῦ κύω, περιέχω, συγγενὲς τῷ κῦφος ΙΙ, κύπελλον, κύπη. Λατ. cūpa). [ῠ· - μάλιστα ὁ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 42. 2, 5, ὁ Ἀναξίμανδρ. καὶ ὁ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχουσιν ῡ, ὅτε προτείνεται ἡ γραφ. σκύπφος· ἀλλὰ καὶ ἂν οὕτω προεφέρετο ἡ λέξις παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Αἰολεῦσιν, ἡ γραφὴ τοῦ παλαιοῦ τύπου πιθανῶς δὲν μετεβλήθη, Scaliger εἰς Εὐσ. Χρον. 119, Wolf προοίμ. εἰς Ἰλ. σ. Ixxi· πρβλ. Ζεφυρίη, ὄφις, φιλόσοφος, βρόχος, ἰαχέω].