δνοφερός

From LSJ
Revision as of 11:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δνοφερός Medium diacritics: δνοφερός Low diacritics: δνοφερός Capitals: ΔΝΟΦΕΡΟΣ
Transliteration A: dnopherós Transliteration B: dnopheros Transliteration C: dnoferos Beta Code: dnofero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A dark, murky, νύξ Od.13.269; ὕδωρ Il.9.15, cf. Thgn.243; ἀχλύς A. Eu.379 (lyr.); κατὰ δ. γᾶς E.IT1266 (lyr.), etc.: metaph., δ. κᾶδος Pi.P.4.112; πένθος A.Pers.536 (lyr.).—Poet. word; but τὸ δνοφερόν gloom, Hp.Morb.Sacr.16.

German (Pape)

[Seite 651] dunkel, finster; Homer viermal: Odyss. 13, 269 νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν; 15, 50 νύκτα διὰ δνοφερήν; Iliad. 9, 15. 16, 4 κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ; – νύξ Pind. frg. 95 Soph. El. 91; ἀχλύς Aesch. Eum. 357; γῆ Eur. I. T 1265; δόμος Ἁχέροντος Andronic. (VII, 181); θύελλα Orph. Arg. 1187; auch übertr., κῆδος Pind. P. 4, 112; πένθος Aesch. Pers. 528, wie Anyte 13; – τὸ δνοφερόν. Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δνοφερός: -ά, -όν, ζοφερός, σκοτεινός, ἀμαυρός, νὺξ Ὀδ. Ν. 269˙ ὕδωρ Ἰλ. Ι. 15˙ ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 243, καὶ Τραγ.˙ μεταφ., δν. κᾶδος Πίνδ. Π. 4. 200˙ πένθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 536˙ - λέξις ποιητική˙ ἀλλά, τὸ δνοφερόν, «σκοτεινάδα», «μαυράδα», ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 308. 10.