κέραμος

From LSJ
Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρᾰμος Medium diacritics: κέραμος Low diacritics: κέραμος Capitals: ΚΕΡΑΜΟΣ
Transliteration A: kéramos Transliteration B: keramos Transliteration C: keramos Beta Code: ke/ramos

English (LSJ)

ὁ, rare pl. κέραμα, τά, PPetr.3P.327 (iii B.C.):—

   A potter's earth, potter's clay, Pl.Ti.60d, Arist.Mete.384b19, etc.; κ. ὠμός, ὀπτώμενος, ib.380b8, 383a21.    II anything made of this earth, as    1 earthen vessel, wine-jar, ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Il.9.469, cf. Hdt.3.96; in collective sense, pottery, Ar.Ach.902, Men.Sam.75, al.; κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου jars full of wine, Hdt.3.6, cf. 5.88, Alex.257.3, etc.    b jar of other material, κ. ἀργυροῦς Ptol.Euerg.7J.    2 tile, Ar.V.1295 (of a tortoise's shell); collectively, tiling, τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις . . ξυντρίψομεν Id.Nu.1127, cf.Fr.349, Th. 2.4; Κορίνθιος κ. IG22.1668.58; Λακωνικός ib.463.69, 1672.188; roof, Pherecr.130.6, Herod.3.44, Gal.8.26, 9.824.    3 pottery (i.e.place of manufacture), ὁ κ. ὁ χυτρικός Tab.Defix.Praef.p.iib.    III dungeon (said by Sch. to be Cyprian), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Il.5.387, cf. Thphr.Char.6.6 cod. M; pl., Nonn.D.16.162. (Possibly cogn. with Lat.cremo.)

German (Pape)

[Seite 1420] ὁ, Töpfererde, Töpferthon; Hom. ep. 14; Plat. Tim. 60 d; Ath. I, 28 c u. A. – Alles aus Töpfererde gemachte, Töpferwaaren, z. B. irdener Weinkrug, Il. 9, 469; κέραμος πλήρης οἴνου Her. 3, 6, öfter, übh. Flasche, Krug. – Dachziegel, καὶ τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις στρογγύλαις ξυντρίψομεν Ar. Nubb. 1111; λίθοις τε καὶ κεράμῳ βάλλειν Thuc. 2, 4, vgl. 4, 48; Sp., wie Hdn. 7, 13, 11; – das Dach, Antiphil. 12 Parmen. 8 (IX, 71. 114); übertr. auch von der Schildkröte, Ar. Vesp. 1295. – Auch das Gefängniß, der Kerker, χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο Il. 5, 387, nach Eustath. cyprisch.

Greek (Liddell-Scott)

κέρᾰμος: ὁ, χῶμαπηλὸς χρήσιμος τῷ κεραμεῖ, Πλάτ. Τίμ. 60D, Ἀριστ., κλ.· κέρ. ὠμός, ἀντίθετ. τῷ ὀπτώμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 7., 4. 6, 6· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα κατεσκευασμένον ἐκ τοιούτου χώματος ἢ πηλοῦ, οἷον, 1) πήλινον ἀγγεῖν οἴνου, στάμνος, ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Ἰλ. Ι. 469, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 96· ὡσαύτως περιληπτικῶς, πήλινα σκεύη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 902, 905, 953, κ. ἀλλ.· κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου, στάμνοι πλήρεις οἴνου, Ἡρόδ. 3. 6, πρβλ. 5. 88, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1. 3· ἴδε κεραμεύς, κεραμίς. 2) «κεραμίδι», Ἀριστοφ. Σφ. 1295 (ἐπὶ τοῦ ὀστράκου χελώνης)· καὶ περιληπτικῶς, οἱ κέραμοι τῆς στέγης, τὰ «κεραμίδια», τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ... χαλάζαις συντρίψομεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1127, πρβλ. Ἀποσπ. 129, Θουκ. 2. 4. ΙΙΙ. εἱρκτή, φυλακή, (κατὰ τὸν Σχολ. Κυπρία χρῆσις τῆς λέξεως), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Ἰλ. Ε. 387· πρβλ. χήραμος. (Πρβλ. Σανσκρ. ←ra (coquere), ἴσως συγγενὲς τῇ √ΚΡΑ, κεράννυμι). ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359.