σήψ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
gen. σηπός, ἡ, (σήπω)
A putrefying sore, Hp.Epid.3.7, Dsc.1.58, al. II σήψ, ὁ, Arist., Thphr. (v. infr.), Lucan.9.723:—a serpent, the bite of which causes intense thirst, Arist.Mir.846b11, Thphr.HP9.11.1 (cj.), etc.; δίψιος Nic.Th.147; mortification followed, Ael.NA16.40. 2 a kind of lizard, Nic.Th.817; also called σαύρα Χαλκιδική, Dsc.2.65.
German (Pape)
[Seite 876] σηπός, ὁ u. ἡ, 1) ein fauliges Geschwür, Hippocr. – 2) eine giftige Schlange, deren Biß das verletzte Glied in Fäulniß setzt, Arist. mirab. 164; Nic. Ther. 147; auch eine Eidechse, 817.
Greek (Liddell-Scott)
σήψ: γεν. σηπός, ἡ, (σήπω) ἕλκος διαβιβρῶσκον, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. σήψ, ὁ, Ἀριστ., Θεόφρ., ἡ, Διοσκ. 1. 68, κ. ἀλλ.· ― ὄφις, τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐπιφέρει ὑπερβολικὴν δίψαν, «σαπίτης», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, κτλ.· δίψιος Νικ. Θηρ. 147· ἀκολουθεῖ δὲ σῆψις, Αἰλ. π. Ζ. 16. 40· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 113. 2) εἶδος φαρμακερᾶς σαύρας, Νικ. Θηρ. 147. 817· καλουμένη σαύρα χαλκιδικὴ ὑπὸ Διοσκ. 2. 70.