σφηνόω

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνόω Medium diacritics: σφηνόω Low diacritics: σφηνόω Capitals: ΣΦΗΝΟΩ
Transliteration A: sphēnóō Transliteration B: sphēnoō Transliteration C: sfinoo Beta Code: sfhno/w

English (LSJ)

   A shape like a wedge, Gp.17.19.4:—Pass., to be cloven with a wedge, Arist.Mech.853a27; κλίνη χρυσῷ ἐσφηνωμένη inlaid, Luc. Asin.53 codd.    2 fix by means of a wedge, Hero Bel.107.14:—Pass., to be wedged in, εἰς τὸ μέσον Plb.27.11.4; to become fixed like a wedge, Sor.2.55, Gal.6.179.    3 plug up, close up, τρήματα σπόγγοις Sch. Ar.Ach.462; τοῖς μότοις Orib.Fr.134:—Med., τὸ πρόθυρον σφήνου close the vestibule, AP5.40 (Rufin.):—Pass., f.l. in Dsc.5.31; ὅταν σφηνωθῇ ἡ ὀπή Gp.9.10.4; σφηνοῦνται τὰς κεφαλάς they catch a cold in the head, Cass.Pr.25; σφηνωθεὶς ἀπέθανεν, of obstruction, Anon. ap.Suid.    II torture, rack (v. σφήν), Plu.2.498d.

Greek (Liddell-Scott)

σφηνόω: ποιῶ τι σφηνοειδές, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμα σφηνός, «κρόμμυα καὶ ἅλας ἑνώσαντες καὶ σφηνώσαντες εἰς τὴν ἕδραν ἐσωτάτω προσωθοῦσι» Γεωπ. 17. 19, 4. ― Παθητ., σφηνοῦμαι, τὸ σφηνούμενον, τὸ πρᾶγμα εἰς ὃ τίθεται σφὴν ὅπως σχισθῇ, Ἀριστ. Μηχαν. 17. 2· κλίνη χρυσῷ ἐσφηνωμένη, πεποικιλμένη δι’ ἐντεθειμένων χρυσῶν ἥλων, Λουκ. Ὄν. 53. 2) Παθ., ἐμβάλλομαι ὥσπερ σφήν, εἰς τὸ μέσον Πολύβ. 27. 9, 4, πρβλ. Ἄρατ. 526. 3) σφηνώνω, βουλλώνω καλά, ὅταν δὲ σφηνωθῇ... ἡ ὀπὴ Γεωπον. 9. 10, 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 463. ― Μέσ., σφήνου τὸ πρόθυρον, κλεῖσον καλῶς. Ἀνθ. Π. 5. 41. ― Παθ., Διοσκ. 5. 40· σφηνωθεὶς ἀπέθανεν, ἐκ σφηνώσεως, ἀποφράξεως τοῦ πνεύματος, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ― Πρβλ. σφηκόω. ΙΙ. βασανίζω, εἰς βάσανον ὑποβάλλω ἴδε σφὴν ΙΙ)· «σφηκούμενος, στρεβλούμενος, βασανιζόμενος» Σουΐδ. ἐν λέξ. σφηνωθείς, Πλούτ. 2. 498D.