ὥρα

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὥρα Medium diacritics: ὥρα Low diacritics: ώρα Capitals: ΩΡΑ
Transliteration A: hṓra Transliteration B: hōra Transliteration C: ora Beta Code: w(/ra

English (LSJ)

or ὤρα (B), only in Ion. form ὥρη, or ὤρη, some part of a sacrificial victim,

   A λάψεται γλῶσσαν, ὀσφῦν δασέαν, ὤρην SIG1037.2 (Milet., iv/iii B.C.); τοὺς Ἴωνας λέγειν φασὶ τὴν κωλῆν ὥρην καὶ ὡραίαν Sch.HQ Od.12.89: but distd. fr. κωλῆ, λάψεται . . κωλῆν ἀντὶ τῆς ὤρης SIGl.c.5; cf. ἄωρος(B). (Perh. cogn. with Lat. sūra.)
ὥρα (C), Ion. ὥρη, ἡ: Ep. gen. pl. ὡράων, Ion. ὡρέων: loc. pl. ὥρασι, q. v.    A any period, fixed by natural laws and revolutions, whether of the year, month, or day (the sense 'day' is implied in the compd. ἑπτάωρος, q. v.), νυκτός τε ὥραν καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ X.Mem. 4.7.4, cf. E.Alc.449(lyr.), Pl.R.527d; τοῦ γνώμονος ἡ σκιὰ ἐπιοῦσα ἐπὶ τὰς γραμμὰς σημαίνει τὰς ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ τῆς ἡμέρας IG12(8).240 (Samothrace): but specially,    I in Hom., part of the year, season; mostly in pl., the seasons, ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι Od.2.107, 19.152; ἀλλ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, ἂψ περιτελλομένου ἔτεος, καὶ ἐπήλυθον ὧραι 11.295, 14.294; ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐνιαυτὸς ἔην, περὶ δ' ἔτραπον ὧραι 10.469, cf. Hes. Th. 58; Διὸς ὧραι Od.24.344, cf. Pi.O.4.2; ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιών Hdt.2.4, cf. 1.32; δυώδεκα μέρεα δασαμένους τῶν ὡρέων ἐς [τὸν ἐνιαυτόν] Id.2.4; οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι ib.77; περιτελλομέναις ὥραις S.OT156 (lyr.); πάσαις ὥραις at all seasons, Id.Fr.592.6 (lyr.), Ar.Av.696 (anap.); ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν Pl.Lg.906c, cf. Smp.188a, etc.; τῆς . . ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ ταύτης οὔσης, ἐν ᾗ ἀσθενοῦσιν ἄνθρωποι μάλιστα Th.7.47; χαλεπὴ ὥ. a bad season, Pl.Prt.344d; ἀ δ' ὤρα χαλέπα Alc.39; ἡ ὥ. αὕτη this season, X.Cyn.7.1, cf. 5.6; κατὰ τὰς ὥρας according to the seasons, Arist.GA786a31; οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι Id.Pol.1335a37.—Hom. and Hes. distinguish three seasons, and express each by the sg. ὥρη, with a word added to specify each:    a spring, ἔαρος . . ὥρη Il.6.148; ὥρη εἰαρινή 2.471, 16.643, Od.18.367, etc.; so in Trag. and Att., ἦρος ὥρα or ὧραι, Ar.Nu.1008 (anap.), E.Cyc.508 (lyr.); ὥρα νέα Ar.Eq.419; νεᾶνις E.Ph.786 (lyr.); v. infr. 2.    b summer, θέρεος ὥρη Hes.Op.584, 664; ὥρα θερινή X.Cyn.9.20, Pl.Epin.987a, etc.    c winter, χείματος ὥρη Hes.Op.450; ὥρῃ χειμερίῃ Od.5.485, Hes.Op.494; χειμῶνος ὥρᾳ in winter, And.1.137; χιονοβόλος Plu.2.182e.—A. also names three seasons, Pr.454sq.; an Egyptian division of the year, acc. to D.S.1.26.—A fourth first appears in Alcm.76, θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ ϝῆρ; and in Hp.Vict.3.68, χειμών, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον; ὥρας φαίνομεν ἡμεῖς ἦρος χειμῶνος ὀπώρας Ar.Av.709 (anap.); τετράμορφοι ὧραι E(?).Fr.943 (hex.): later, seven seasons are named, ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά Gal.17(1).17.    2 esp. prime of the year, springtime, ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51, cf. Il.2.468; παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν Th.4.6.    b in historians, the campaigning season, τὸν τῆς ὥρας εἰς τὸν περίπλουν χρόνον X.HG6.2.13; esp. in the phrase ὥρα ἔτους, Th.2.52, 6.70, Pl.Phdr.229a, Lg.952e, D.50.23, Thphr.CP3.23.2; εἰς ἔτους ὥραν next season, Plu.Per.10.    3 the year generally, τῆς ὥρης μέσον θέρος Hdt.8.12; ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ last year, D.56.3; εἰς ὥρας next year, Philem.116, Pl.Ep.346c, LXX Ge.18.10, AP11.17 (Nicarch.), cf. Plu.Ages.22; also εἰς ἄλλας ὥρας hereafter, E.IA122 (lyr.); ἐς τὰς ὥρας τὰς ἑτέρας Ar.Nu.562 (lyr.); ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Id.Th.950 (anap.); κἠς ὥρας κἤπειτα next year and for ever, Theoc.15.74; also ὥραις ἐξ ὡρᾶν Isyll.25; cf. ὥρασιν.    4 in pl., of the climate of a country, as determined by its seasons, Hdt.1.142, cf. 149, 4.199 (here perh. three harvest seasons); τὰς ὥ. κάλλιστα κεκρημένας Id.3.106; cf. Pl.Criti.111e, Phd. 111b; climatic conditions, Hdt.2.26.    II time of day, νυκτὸς ἐν ὥρῃ h.Merc.67, 155, 400; αἱ ὧ. τῆς ἡμέρας the times of day, i.e. morning, noon, evening, and night, X.Mem.4.3.4; δι' ὥραν ἡμέρας by the time of day (fixed for meetings), D.Prooem.49, etc.; πᾶσαν ὥ. τῆς ἡμέρας Arist.Mete.371b31; μεσονυκτίοις ποθ' ὥραις Anacreont.31.1: without ἡμέρας or νυκτός, ἑκάστης ἡμέρας μέχρι τρίτου μέρους ὥρας Pl. Lg.784a; τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου X.HG7.2.22; ψευσθεὶς τῆς ὥ. having mistaken the hour, And.1.38; ἐποίησαν ἔξω μέσων νυκτῶν τὴν ὥραν, i.e. they prolonged the day beyond midnight, D.54.26; τῆς ὥρας ἐγίγνετ' ὀψέ Id.21.84; ὀψίτερον τῆς ὥ. PTeb.793 xi 12 (ii B. C.); πολλῆς ὥρας it being late, Plb.5.8.3; ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35; ἄχρι πολλῆς ὥρας till late in the day, D.H.2.54.    b duration, interval or lapse of time, μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή S.E.M.5.69; length of time, term, Ἄρτεμις ἐννέ' ἐτῶν δεκάδας βίον Ἀρτεμιδώρῳ ἔκχρησεν, τρεῖς δ' ὥραι(date.) ἔτι προσέθηκε Προνοίη IG12(3).1350.3 (Thera, ii B. C.); ἐπὶ πολλὴν ὥ. for a long time, J.AJ8.4.4.    2 the νυχθήμερον was prob. first divided into twenty-four hours by Hipparch., ἐν πόσαις ὥραις ἰσημεριναῖς (equinoctial hours) ἕκαστον τῶν ἄστρων ἢ δύνει ἢ ἀνατέλλει 2.4.5, cf. Ptol.Alm.3.9, 4.9, al.    b in ordinary life the day from sunrise to sunset was divided into twelve equal parts called ὧραι (ὧραι καιρικαί when it was necessary to distinguish them from the ὧραι ἰσημεριναί, v. καιρικός 2 c), ἡμέρα ἡ . . δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως S.E.M.10.182; οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; Ev.Jo.11.9; ὡράων ἀμφὶ δυωδεκάδι AP9.782 (Paul.Sil.); the time of day was commonly given without the Art., ὥρᾳ ᾱ PHamb.1.96.3 (ii A. D.), τρίτης ὥρας Plu.Rom.12; ὀγδόης, ἐνάτης, δεκάτης ὥ., Id.Alex.60, Aem.22, Ant.68, etc.; but we have περὶ τὴν τρίτην ὥραν, περὶ τὴν ἑνδεκάτην, Ev.Matt.20.3,6, beside περὶ ἕκτην καὶ ἐννάτην ὥ. ib.5; χθὲς ὥραν ἑβδόμην Ev.Jo.4.52, cf. IG5(1).1390.109 (Andania, i B. C.), etc.; ἐρωτᾷ σε Χαιρήμων δειπνῆσαι . . αὔριον, ἥτις ἐστὶν ιε, ἀπὸ ὥρας θ -to-morrow the 15th at 9 o'clock, POxy.110 (ii A. D.): prov., δωδεκάτης ὥ., as we say 'at the eleventh hour', Plu.Crass.17.    c τὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες Hdt. 2.109; here ἡμέρη means the νυχθήμερον, and the μέρεα were each = 2 ὧραι ἰσημεριναί; these double hours (Assyr. kaš-bu) are called ὧραι by Eudox., ἥμισυ ζῳδίου... ὅ ἐστιν ὥρας ἥμισυ Ars14.11, cf. 16.2; cf. δωδεκάωρος 11.    III Astrol., degree of the zodiac rising at the nativity (cf. ὡρονόμος 11, ὡροσκόπος 11), ὥ. μεροποσπόρος, τεκνοσπόρος, Man.4.577, 597; ἐξ ὥρης ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην Jupiter in the ascendant in aspect with Mercury, Id.3.186, cf. 32, al.    B the fitting time or season for a thing (mostly without Art., even in Att.), freq. in Hom. (v. infr.); ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247; ὧραι ἐπειγόμεναι Id.N.4.34; ὅταν ὥ. ἥκῃ X.Mem.2.1.2; but with Art., τῆς ὥ. ἐνθυμεῖσθαι Id.Cyn.8.6: freq. in later writers, τῆς ὥρας ἐπιγενομένης Plb.2.34.3, etc.    2 c. gen. rei, ὥρη κοίτοιο, μύθων, ὕπνου, the time for bed, tale-telling, or sleep, Od.3.334, 11.379, cf. Hdt.1.10; ὥρη δόρποιο Od.14.407; περὶ ἀρίστου ὥραν Th.7.81, X.HG1.1.13; πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην Od.15.126; ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Hdt. 6.61; γάμων ἔχειν ὥραν D.H.5.32; so εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα time for a husband, Pl.Criti. 113d; ὥρη ἀρότου, ἀμήτου, Hes.Op.460, 575; μέχρι ἀρότου ὥρης IG7.235.3 (Oropus, iv B. C.); καρπῶν ὧραι Ar.Ra. 1034 (anap.); ἡ ὥρα τῆς ὀχείας Arist.HA509b20; τοῦ φωλεύειν ib. 579a26, etc.; also ὥραν εἶχον παιδεύεσθαι I was of age to . . Is.9.28.    3 ὥρα [ἐστίν] c. inf., it is time to do a thing, ἀλλὰ καὶ ὥρη εὕδειν Od.11.330, cf. 373; so also in Trag. and Att., E.Ph. 1584, Heracl.288 (anap.), Ar.Ec.30, Pl.Prt.361e, 362a; so δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν X.An.1.3.11, cf. HG7.2.13 (dub. l.): c. acc. et inf., ὥρα δ' ἐμπόρους καθιέναι ἄγκυραν A.Ch.661, cf. S.OT466 (lyr.): c. dat. et inf., X.Cyr.4.5.1, Pl.Tht.145b: in these phrases the inf. pres. is almost universal; the aor., however, occurs in Od.21.428, S.Aj.245 (lyr.), Ar.Ach.393 (where also ἐστί is added to ὥρα, as in Philyll.3, ἀφαιρεῖν ὥρα 'στὶν ἤδη τὰς τραπέζας); and the pf. in ὥρα πεπαῦσθαι Plu.2.728d: sts. the inf. must be supplied, οὐδέ τί σε χρή, πρὶν ὥρη, καταλέχθαι Od.15.394, cf. E.El.112 (lyr.), Ar.Ec.877; ὥρα κἠς οἶκον (i. e. ἰέναι εἰς οἶκον) Theoc.15.147.    4 in various adverb. usages, τὴν ὥρην at the right time, Hdt.2.2, 8.19, X.Oec.20.16: but τὴν ὥ. at that hour, Hes.Sc.401; ταύτην τὴν ὥραν at this season, X.Cyn.9.1; [ἡ ἶρις] πᾶσαν ὥραν γίγνεται τῆς ἡμέρας Arist.Mete.371b31; δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R. 3.417; ὥραν οὐδενὸς κοινὴν θεῶν at an hour... A.Eu.109, cf. E.Ba. 724, Aeschin.1.9; αὐτῆς ὥρας immediately, PMich. in Class.Phil.22.255(iii A. D.); ἐν ὥρῃ in due season, in good time, Od.17.176, Hdt. 1.31, cf. Pi.O.6.28, Ar.V.242, etc.; also αἰεὶ εἰς ὥρας in successive seasons, Od.9.135; ἐς τὰς ὥρας for all time, Ar.Ra.382 (lyr. cf. supr. A. 1.3) (hence in an acclamation [ε] ἰς ὥρας πᾶσι τοῖς τὴν πόλιν φιλοῦσιν hurrah for... POxy.41.29 (iii/iv A. D.)); οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥ. μὴ ἔλθοιεν Milet.2(3) No.406, cf. ὥρασι; καθ' ὥραν Theoc.18.12, Plb.1.45.4, cf. 3.93.6, etc.; opp. παρ' ὥρην AP7.534 (Alex.Aet. or Autom.), cf. Plu.2.784b, etc.:—πρὸ τῆς ὥρας X.Oec.20.16; πρὸ ὥρας Luc.Luct.13; πρὸ ὥρας τελευτῆσαι IG42(1).84.26 (Epid., i A. D.); πρὶν ὥρας Pi.P.4.43 (cf. πρίν A. 11.4).    II metaph., the spring-time of life, the bloom of youth, Mimn.3.1; ὥραν ἐχούσας A.Supp.997, cf. Th.13, 535; παῖδας πρὸς τέρμασιν ὥρας Ar.Av.705 (anap.); πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ Pl.R.474d; οὐκ ἐνὥ., = πρεσβύτερος, Id.Phdr. 240d; ἐὰν ἐπὶ ὥρᾳ ᾖ Id.R.474e; ἕως ἂν ἐν ὥρᾳ ὦσι Id.Men.76b; παυσαμένου τῆς ὥ. prob. in Id.Phdr.234a; ἀνθεῖν ἐν ὥ. Id.R.475a; τὴν ὥ. διαφυλάξαι ἄβατον τοῖς πονηροῖς Isoc.10.58; λήγειν ὥρας, opp. ἀνθεῖν, Pl.Alc.1.131e; ἑς ἐπιγινόμενόν τι τέλος, οἷον τοῖς ἀκμαίοις ἡ ὥρα Arist.EN1174b33, cf. 1157a8.    2 freq. involving an idea of beauty, φεῦ φεῦ τῆς ὥρας τοῦ κάλλους Ar.Av.1724(lyr.); ὥρᾳ . . ἡλικίας λαμπρός Th.6.54; κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες Aeschin.1.134, cf. ib.158; καλὸς ὥρᾳ τε κεκραμένος Pi.O.10(11).104, cf. X.Mem. 2.1.22, Pl.Lg.837b; ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι quaestum corpore facere, Plu.Tim..14, cf. X.Mem..1.6.13, Smp.8.21; τὴν ὥ. πεπωληκότες Phld.Rh.1.344 S.:—then,    b generally, beauty, grace, elegance of style, D.H.Pomp.2, Plu.2.874b, etc.; γλυκύτης καὶ ὥ. Hermog.Id.2.3, cf. Men.Rh.p.335 S., Him.Or.1.2; of beauty in general, χάρις καὶ ὥρα Plu.2.128d.    3 Ὥρα personified, like Ἥβη, Pi.N.8.1.    III = τὰ ὡραῖα, the produce of the season, fruits of the year, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐτρέφοντο X.HG2.1.1.    C personified, αἱὯραι, the Hours, keepers of heaven's cloudgate, Il.5.749, 8.393; and ministers of the gods, ib.433; Ζεῦ, τεαὶ . . Ὧραι Pi.O.4.2; esp. of Aphrodite, h.Hom.6.5,12; also Ὧ. Διονυσιάδες, Καρνειάδες, Simon.148, Call.Ap.87; three in number, Eunomia, Dike, Eirene, daughters of Zeus and Themis, Hes.Th. 901; Ωραι πολυάνθεμοι Pi.O.13.17, cf. Alex.261.6, Theoc.1.150, etc.: freq. joined with the Χάριτες, h.Ap.194, Hes.Op.75; worshipped at Athens, Paus.9.35.1; at Argos, Id.2.20.5; at Attaleia, BMus.Inscr.1044 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1412] ἡ, ion. ὥρη, ursprünglich eine jede bestimmte Zeit; bes. die nach gewissen Zeitabschnitten oder Zeitumläufen wiederkehrt, also – 1) die Jahreszeit im Allgemeinen; Hom. gew. im plur., die wechselnden Jahreszeiten, ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι Od. 2, 107. 19, 152. 24, 142, öfter; h. Ven. 102; Hes. Th. 58; Her. 1, 32 u. sonst; ὧραι Διός Pind. Ol. 4, 1; κήρυκες ὡρᾶν I. 2, 23; περιτελλομέναις ὥραις Soph. O. R. 156; vgl. Ar. Av. 696; – auch das durch den Wechsel der Jahreszeiten bedingte mildere oder rauhere Klima eines Ortes od. Landes, Her. 1, 142. 149. 3, 106, bei dem auch die vier Himmelsgegenden dadurch bezeichnet sind, 2, 26; im sing. bei Hes. O. 666 Sc. 411. – Bes. die schöne Jahreszeit, der Frühling, ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od. 9, 51, vgl. Il. 2, 468; Hom. u. Hes. unterscheiden drei Jahreszeiten: Frühling, ἔαρ, εἴαρος ὥρη Il. 6, 148, ὥρη εἰαρινή 2, 471. 16, 643 Od. 18, 367. 22, 301 h. Cer. 174, ἦρος ὧραι Eur. Cycl. 506 Ar. Nubb. 995, auch νέα ὥρα, das junge Jahr, Frühjahr, Equ. 417; – Sommer, θέρος, θέρεος ὥρη Hes. O. 586, auch ὥρα ἔτους, Thuc. 2, 52 u. Plat. Legg. XII, 952 e, Bast ep. crit. p. 108, was aber auch von den übrigen Jahreszeiten gebraucht wird; – u. Winter, χειμών, χεῖμα, χεί. ματος ὥρη Hes. O. 452, ὥρη χειμερίη Od. 5, 485 Hes. O. 496. – Dazu wird dann noch zwischen Sommer u. Winter die ὀπώρα, der Herbst eingefügt, wo dann auf ἔαρ und ὀπώρα je zwei, auf θέρος und χειμών je vier Monate gerechnet werden, Eur. frg. inc. 143; später nimmt man sieben Jahreszeiten an : ἔαρ, θέρος, ὀπώρα, φθινόπωρον, σπορητός, χειμών, φυταλιά; Plat. Legg. X, 906 d nennt die Jahreszeiten ὧραι ἐτῶν καὶ ἐνιαυτῶν; Arist. οἱ περὶ τὴν ὥραν χρόνοι; ὥρα μηνός Eur. Alc. 445; ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Ar. Th. 950; ὡρῶν καὶ ἐνιαυτοῦ Plat. Crat. 408 e; ἡ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ σύστασις Conv. 188 a; vgl. noch Phil. 30 c Conv. 188 a Prot. 321 a. – Auch, bes. bei Sp., das Jahr, insofern es durch die Jahreszeiten bestimmt ist, ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ, im vorigen Jahre, Dem.; εἰς ὥρας, im künftigen Jahre, Plut. Pericl. 13; so εἰς ὥρας ἄλλας, ἑτέρας u. ä., Sp.; εἰς ὥρας κἤπειτα, in aller Zukunft, Theocr. 15, 74; μὴ ὥραισιν ἱκοίμην, Betheuerung od. Verwünschungsformel: möge ich nicht das nächste Jahr erleben (s. ὥρασιν, – Die Tageszeit; H. h. Merc. 65. 155. 440; μεσονυκτίοις ποτ' ὥραις Anacr. 31, 1; ὧραι ἡμέρας, die Tageszeiten, τῆς ὥρας ἐγίγνετο ὀψέ Dem. 21, 84, es wurde spät Abends; Xen. Mem. 4, 7,4 vrbdt νυκτὸς ὥρα καὶ μηνὸς καὶ ἐνιαυτοῦ, wofür 4, 3,4 μηνὸς μέρη steht. – Aber erst Sp. brauchen es für Stunde, welche Bedeutung von den Astronomen ausgegangen zu sein scheint; zuerst bei Hipparch., vgl. Ideler Chronol. I p. 239. – 2) Uebh. die rechte, angemessene Zeit, die passende Zeit, Etwas zu thun, also wie καιρός; bei Hom. bes. vom Essen u. Schlafen, auch von Reden und Hochzeit, also von Dingen, die an bestimmte Zeitabschnitte geknüpft sind; γάμου Od. 15, 126; δόρποιο 14, 407; κοίτοιο 3, 334. 19, 510; ὕπνου, μύθων, 11, 379; ἀρότου, ἀμήτου, Hes. O. 462. 577, ὁδοῦ Th. 754, – c. inf., εὕδειν, O, d. 11, 830. 373; mit accus., δόρπον τετυκέσθαι, 21. 428; so auch Tragg., ὥρα δ' ἐμπόρους μεθιέναι ἄγκυραν Aesch. Ch. 650, es ist Zeit; ὥρα τάφου μνήμην τίθεσθαι Eur. Phoen. 1578; ὥρα 'στίν Ar. Ach. 393; ὥρα βαδίζειν Eccl. 30; ὥρα ἦν πάλαι, es war längst Zeit, 877; u. in Prosa: νῦν δ' ὥρα ἤδη καὶ ἔπ' ἄλλο τι τρέπεσθαι Plat. Prot. 361 e; καὶ γὰρ ἐμοὶ πάλαι ὥρα ἰέναι 362; Theaet. 145 b Soph. 241 b u. oft; Xen. Cyr. 4, 5,1, An. 1, 3,11 u. oft, u. Folgde; εἴς τι Theocr. 15, 147; absol., ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσθαι Od. 17, 176, zur rechten Zeit, πρὶν ὥρη 15, 394, εἰς ὥρας ἀμῷεν 9, 135, mit besonderer Beziehung auf die Reise des Getreides, τὴν ὥρην = zur rechten Zeit, Her. 2, 2. 8, 19; ἐν ὥρᾳ, Ar. Vesp. 242; μηδένα καιρὸν μηδὲ ὥραν παραλείπειν Dem. 2, 23, – 3) die Reise, Aesch. frg. 36, bes. die Reise des Menschenlebens, oder die vollste Blüthe der Jugend, und die reifste, edelste Kraft der Mannheit, στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων ὥρας φυούσης Spt. 517, vgl. Suppl. 975; ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι (vgl. 2) Her. 6, 61; εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥκουσα κόρη, die mannbar werdende Jungfrau, Plat. Critia. 113 d; ὥραν εἶχε Is. 2, 3, was nachher ist ἡλικίαν ἔχειν ἀνδρὶ συνοικεῖν; οὐκ οὖσαν αὐτῷ καθ' ὥραν παῖδα Plut. Demetr. 14. – 4) die Schönheit, sowohl der Natur übh., als bes. von Menschen, die Blüthe, Anmuth, der Liebreiz; Ar. Av. 1721; οἱ τῆς σῆς ὥρας ἀπολαύσονται Plat. Phaedr. 234 a; Conv. 219 c; ὄψιν πρεσβυτέραν καὶ οὐκ ἐν ὥρᾳ Phaedr. 240 d; Polit. 270 e u. öfter; Xen. Mem. 2, 1,22. – Plat. leitet das Wort Crat. 410 c von ὁρίζω ab, ὅραι, διὰ τὸ ὁρίζειν χειμῶνάς τε καὶ θέρη. – Vgl. auch nom. propr.