εἴβω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴβω Medium diacritics: εἴβω Low diacritics: είβω Capitals: ΕΙΒΩ
Transliteration A: eíbō Transliteration B: eibō Transliteration C: eivo Beta Code: ei)/bw

English (LSJ)

Ep. for λείβω,

   A drop, let fall in drops, ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβε Od.4.153:—Med., ἀπ' ὄσσων . . δ' εἰβομένα ῥέος (prob. for λειβ-) A.Pr. 401; δάκρὐ εἰβομένη (Triclin. for δάκρυα λειβ-) S.Ant.527 (anap.): —Pass., trickle down, Hes.Th.910, A.R.2.664.

German (Pape)

[Seite 722] ep. = λείβω, am häufigsten in der Vrbdg δάκρυον εἶβον, Thränen vergießen, Od. 4, 114. 23, 33. – Pass., niedertropfen. niederrinnen; τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο Hes. Th. 910; ἱδρὼς εἴβεται ἐκ λαγόνων Ap. Rit. 2, 664. – Med. = act., Soph. Ant. 523 κάτω δάκρυ' εἰβομένη.

Greek (Liddell-Scott)

εἴβω: Ἐπ. (χάριν τοῦ μέτρου) ἀντὶ τοῦ λείβω, στάζω, ἀφίνω νὰ στάζῃ, Ὅμ. ὁ ὁποῖος τακτικῶς μεταχειρίζεται αὐτὸ ἐν τῇ φράσει, δάκρυον εἴβειν Ὀδ. Π. 332, κτλ.· ὡσαύτως, κατὰ δάκρυον εἴβειν, πρβλ. τὸ ῥῆμα κατείβω· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀπ’ ὄσσων... δ’ εἰβομένα ῥέος (καθ’ Ἕρμαννον ἀντὶ τοῦ λειβομένα) Αἰσχύλ. Πρ. 400· δάκρυ’ εἰβομένη (κατὰ Τρικλιν. ἀντὶ δάκρυα λειβ-) Σοφ. Ἀντ. 527, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: - Παθ., στάζω, πίπτω κατὰ σταγόνας, Ἡσ. Θ. 910, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 622.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. εἶβον;
Pass. seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. εἴβετο;
répandre, verser.
Étymologie: cf. λείβω.