ποτάομαι

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτάομαι Medium diacritics: ποτάομαι Low diacritics: ποτάομαι Capitals: ΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: potáomai Transliteration B: potaomai Transliteration C: potaomai Beta Code: pota/omai

English (LSJ)

poet. Frequentat. of πέτομαι, Ep. also ποτέομαι (imper.

   A ποτεῦ Call.Fr.1.50P.) (v. infr.), also Alc.43; Aeol. 2sg. πότῃ Sapph.41 (dub.); Dor. 3sg. ποτῆται Alcm.26.3; Aeol. part. ποτήμενος Theoc. 29.30: fut. ποτήσομαι Mosch.2.145 (s.v.l.): aor. ἐποτήθην, Dor. -άθην [ᾱ] S.Fr.476 (ἀμ-, lyr.): pf. πεπότημαι, Dor. -ᾱμαι in lyr. passages of Trag., A.Pers.668, Eu.378, E.Hipp.564:—fly hither and thither, ὀρνίθων ἔθνεα . . ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται Il.2.462; νυκτερίδες . . τρίζουσαι ποτέονται Od.24.7; κεραυνοὶ . . ποτέοντο Hes.Th.691; ποτώμεναι ἄλλοτε ἄλλῃ h.Merc.558; in Trag. also simply = πέτομαι, fly, A. Ag.576, etc.; τὰ ποτήμενα συλλαβῆν Theoc. l. c.; of sounds, [βοὰ] π. A.Th.84 (lyr.); ἐκ στομάτων π. εὐχά Id.Supp.657 (lyr.): pf. (with pres. sense), to be upon the wing, ψυχὴ δ' . . ἀποπταμένη πεπότηται Od. 11.222; [μέλισσαι] αἱ μέν τ' ἔνθα . . πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα Il.2.90; Ἔρις πεπότητο Hes.Sc.148.    2 metaph., δεῖμα προστατήριον καρδίας . . ποτᾶται hovers, A.Ag.977 (lyr.), cf.Ch.390 (lyr.); τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ . . π. Id.Eu.378 (lyr.), cf. Pers.668 (lyr.); to be fluttered, ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας Ar.Av.1445, cf. Nu. 319.

German (Pape)

[Seite 688] ep. u. att. poet. statt πέτομαι (vgl. ποτέομαι u. πωτάομαι), fliegen; ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται, Il. 21, 462; perf. πεποτήαται, 2, 90; ψυχὴ δ' ἠΰτ' ὄνειρος ἀποπταμένη πεπότηται, Od. 11, 222; in der ersten Stelle ist die Perfectbedeutung nicht festzuhalten, sie sind in Fliegen, sie fliegen; Tragg. in manchen Uebertragungen: ἐκ στομάτων ποτάσθω εὐχά, Aesch. Suppl. 644; βοὰ ποτᾶται, Spt. 84; Στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, Pers. 656, vgl. Eum. 356; ποταθείην, Soph. frg. 423; μέλισσα οἵα τις πεπόταται, Eur. Hipp. 504, u. oft im praes.; Ar. auch für schnell laufen, Lys. 1013; πεποτῆσθαι τὰς φρένας, Av. 1445.

Greek (Liddell-Scott)

ποτάομαι: ποιητ. θαμιστ. τοῦ πέτομαι, Ἐπικ. ὡσαύτως ποτέομαι Ὅμ., ὅστις χρῆται ὡσαύτως τῷ συνῃρ. τύπῳ (ἴδε κατωτ.)· Αἰολ. β΄ ἑνικ. πότῃ Σαπφὼ 43· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ποτῆται, Ἀλκμὰν 13· Δωρ. μετοχ. ποτήμενος, Θεόκρ. 29. 30· ― μέλλ. ποτήσομαι Μόσχ. 2. 141· ― ἀόρ. ἐποτήθην, Δωρ. -άθην [ᾱ] Σοφ. Ἀποσπ. 423, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1388· ― πρκμ. πεπότημαι Δωρ. -ᾶμαι (ἴδε κατωτ.): ― περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ, εἰς Φρύν. 581· ὀρνίθων ἔθνεα ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται Ἰλ. Β. 462· νυκτερίδες… τρίζουσαι ποτέονται Ὀδ. Ω. 7· κεραυνοὶ ποτέοντο Ἡσ. Θ. 691· ποτώμεναι ἄλλοτ’ ἐπ’ ἄλλῃ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 558· ἀλλὰ παρὰ Τραγ. ἁπλῶς = πέτομαι, «πετῶ», Αἰσχύλ. Ἀγ. 576, Εὐρ. Ι. Τ. 394, κτλ.· τὰ ποτήμενα συλλαβεῖν, ἐπὶ τῶν μάταια ἐπιχειρούντων (πρβλ. πέτομαι ΙΙ), Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐπὶ ἤχων, βοὰ π. Αἰσχύλ. Θήβ. 84· ἐκ στομάτων εὐχὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 657· ― πρκμ. (μὲ σημασ. ἐνεστ.), «πετῶ», ψυχὴ δ’… ἀποπταμένη πεπότηται Ὀδ. Λ. 222· [μέλισσαι] αἱ μὲν τ’ ἔνθα… πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα Ἰλ. Β. 90· ἔρις πεπότητο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· Δωρ. πεπότᾱμαι, μεταφορ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 669, Εὐμ. 379. 2) μεταφορ., δεῖμα προστατήριον καρδίας… ποτᾶται, περιέρχεται, συχνάζει, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 378, πρβλ. Πέρσ. 669. 3) εἶμαι ἕτοιμος νὰ «πετάξω», εἶμαι μετέωρος, οὐκ ἐπ’ ἀγλαΐαις… θυμὸν πεπόταμαι Εὐρ. Ἱππ. 564· ἐπὶ τραγῳδίᾳ ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας, κωμ. φράσις παρ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1445· πρβλ. ἐκποτάομαι, ἀναπτερόω.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. ἐποτῶμην, f. ποτήσομαι, ao. ἐποτήθην, pf. πεπότημαι au sens du prés.
voler, voltiger ; fig. en parl. d’une prière qui s’envole des lèvres, d’un cri ; s’envoler, disparaître.
Étymologie: cf. πέτομαι.