Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τμήγω

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμήγω Medium diacritics: τμήγω Low diacritics: τμήγω Capitals: ΤΜΗΓΩ
Transliteration A: tmḗgō Transliteration B: tmēgō Transliteration C: tmigo Beta Code: tmh/gw

English (LSJ)

Nic.Fr.72, D.P.1043, Man.2.75: fut. τμήξω (ἀπο-) Parm. 2: aor. 1

   A ἔτμηξα IG5(2).473 (Megalop., iii A.D.); Dor. ἔτμᾱξα Theoc. 8.24 (prob.): aor. 2 δι-έτμᾰγον Od.7.276:—Med., aor. ἐτμηξάμην Nic.Al.68, AP7.480 (Leon.):—Pass., aor. 2 ἐτμάγην [ᾰ] in Ep. 3pl. τμάγεν (cf. διατμήγω) Il.16.374; later ἐτμήγην Call.Fr.300, AP 9.661 (Jul.): more freq. in comp. with ἀπό or διά:—Ep. collat. form of τέμνω, cut, cleave, σικύας, πυετίην, Nic. ll. cc.; κάλαμος [δάκτυλον] ἔτμαξεν prob. in Theoc. l.c.; cut, of a circle, Man. l.c.:—Med., ὁδὸν ἐτμήξαντο cut their way, AP7.l.c.    2 metaph. in aor. 2 Pass., to be divided or dispersed, part, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Il.l.c.

German (Pape)

[Seite 1123] aor. I. ἔτμηξα, aor. II. ἔτμαγον, u. pass. ἐτμάγην, ep. Nebenform von τέμνω, schneiden, hauen; τμήξας, Il. 11, 146; pass. 16, 374, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν, für ἐτμάγησαν, nachdem sie sich getrennt, zerstreu't hatten; öfter bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 481 Maneth. 2, 75 Nic. Al. 68 Th. 886; auch aor. med. τμήξαιο, Al. 299.

Greek (Liddell-Scott)

τμήγω: Διονύσ. Περιηγ. 1043, Νικ., Μανέθων (πρβλ. ἀποτμήγω)· μέλλ. τμήξω Παρμενίδ. 90, (ἀπο- Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. α΄ ἔτμηξα (ἀποτμήγω)· Δωρ. ἔτμᾰξα Θεόκρ. 8. 24· ἀόρ. β΄ (διέτμαγον) Ὀδ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτμηξάμην Νικ. Ἀλεξ. 68, Ἀνθ. Π. 7. 480. - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐτμάγην [ᾰ] ἐν τῷ Ἐπικ. Γ΄ πληθ. τμάγεν (πρβλ. διατμήγω) Ἰλ. Π. 374· παρὰ μεταγεν. καὶ ἐτμήγην Καλλ. Ἀποσπ. 300, Ἀνθολ. Π . 9. 661 - ἀντὶ τοῦ τμήσσω παρὰ Μόσχ. 2. 83, Εὐθύδ. παρ’ Ἀθην. 116Β, ἤδη ἀποκατεστάθη τμήγω· - τὸ ῥῆμα εἶναι συνηθέστερον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. ἀπὸ ἢ διά. Ἐπικ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ τέμνω, κόπτω, σχίζω. Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, ἔτεμον δι’ ἑαυτούς, Ἀνθ. Π. 7. 480. 2) μεταφορ., ἐν τῷ ἀορ. β΄ παθ., διασκορπίζομαι, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Ἰλ. Π. 374. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442.

French (Bailly abrégé)

f. τμήξω, ao. ἔτμηξα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐτμάγην, réc. ἐτμήγην;
couper, fendre ; Pass. se séparer, se partager, se diviser.
Étymologie: cf. τέμνω.