Κέρβερος
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
English (LSJ)
ὁ, Cerberus, the many-headed dog of Hades, Hes.Th. 311, etc. II name of a bird, Ant.Lib.19.3.
Greek (Liddell-Scott)
Κέρβερος: ὁ, ὁ πεντηκοντακέφαλος κύων τοῦ Ἅιδου, ὅστις ἐφύλαττε τὰς πύλας τοῦ κάτω κόσμου, Ἡσ. Θ. 311· βραδύτερον ἐλέγετο ὅτι ἦτο τρικέφαλος ἢ τρισώματος, τὸν τρισώματον κύνα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34· θῆρα... τὸν τρίκανον αὐτόθι 611, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 5, 12, κτλ.· ὁ κύων τοῦ Ἅιδου μνημονεύεται ἐν Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Λ. 623, ἀλλ’ ἄνευ ὀνόματός τινος ἢ περιγραφῆς. ― Κατὰ τὸν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Κέρβερος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Τυφωέως καὶ τῆς Ἐχίδνης· τὸ δὲ ὄνομα φαίνεται ὅτι σημαίνει «σκοτεινὸς» καὶ ἴσως εἶναι συγγενὲς τῷ Κιμμέριοι· πρβλ. Κερβέριοι.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Cerbère, chien à trois têtes qui gardait l’entrée des enfers.
Étymologie: DELG emprunt méditerranéen.
English (Slater)
Κέρβερος hundred headed dog of the underworld. test., Σ Hom., Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατόν, Ἡσίοδος δὲ πεντήκοντα ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b ad Δ. 2. v. fr. 249a ad Δ. 2, cf. titulum.
English (Slater)
Κέρβερος hundred headed dog of the underworld. test., Σ Hom., Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατόν, Ἡσίοδος δὲ πεντήκοντα ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b ad Δ. 2. v. fr. 249a ad Δ. 2, cf. titulum.