Αἴας

From LSJ
Revision as of 14:02, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἴᾱς Medium diacritics: Αἴας Low diacritics: Αίας Capitals: ΑΙΑΣ
Transliteration A: Aías Transliteration B: Aias Transliteration C: Aias Beta Code: *ai)/as

English (LSJ)

αντος, ὁ, Ajax, masc. pr. n., borne by two heroes, the Greater, son of Telamon, the Less, son of Oiïleus, Hom.:—nom.

   A Αἶᾰς Alcm.68; voc. Αἶαν Pi.Fr.184, Aeol. Αἴαν Alc.48 A: pl. Αἴαντες, of tragedies named after Ajax, Arist.Po.1455b34. (S. derives it fancifully from αἰαῖ, Aj.430.)

Greek (Liddell-Scott)

Αἴᾱς: αντος, ὁ, Λατ. Ajax, ἀρσ. κύρ. ὄνομα δύο ἡρώων, ὧν ὁ μείζων ἢ μέγας ἦν υἱὸς Τελαμῶνος καὶ ἐκαλεῖτο Τελαμώνιος ἢ Τελαμωνιάδης, ὁ δὲ μικρὸς υἱὸς τοῦ Ὀϊλέως καὶ ἐλέγετο ὁ τοῦ Ὀϊλῆος ἢ Ὀϊλιάδης, Ὅμ. - Ὀνομ. Αἶᾰς ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκμᾶνι 68, αἰτ. Αἶαν, ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 179· κλητ. πανταχοῦ παρὰ Τραγ. Αἴας· μόνον ἐν Σοφοκλ. Αἴαντι 482 κατὰ Σουΐδ. (ὅστις ἀναφέρει τὸ χωρίον) εἶναι ἡ κλητ. Αἶαν, ἀλλ’ αἱ ἄρισται ἐκδ. ἔχουσιν Αἴας, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξει ὑπόβλητον· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ κλητ. εἶναι ἀείποτε Αἶαν· - πληθ. Αἴαντες, παροιμ. ἐπὶ σοβαρῶν τραγῳδιῶν, Ἀριστ. Ποιητ. 18. 6. (ὁ Σοφ. παράγει φαντασιωδῶς τὴν λέξιν ἐκ τοῦ αἰαῖ, Αἴ. 430).

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
Ajax, nom de deux héros grecs;
1 Ajax, fils d’Oïlée;
2 Ajax (le grand Ajax) fils de Télamon ; νῆσος Αἴαντος ESCHL l’île d’Ajax, càd Salamine.
Étymologie: DELG αἶα 1 oumyc. aiwa « bœuf ».

English (Slater)

Αἴας (Αἴας, -αντος, -αντα, -αν.)
   a son of Telamon, of Salamis. ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν (N. 2.14) ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν (N. 4.48) οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος (N. 7.26) cf. χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν sc. after the contest with Odysseus over Achilles' armour (N. 8.27) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν (I. 4.35) καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (I. 5.48) οὐδ' ἔστιν πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός (I. 6.26) “καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (v. ἐπώνυμος.) (I. 6.53) ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. ἀκαμαντοχάρμας) fr. 184.
   b son of Ileus, of Lokris. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh.) (O. 9.112)

English (Slater)

Αἴας (Αἴας, -αντος, -αντα, -αν.)
   a son of Telamon, of Salamis. ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν (N. 2.14) ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν (N. 4.48) οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος (N. 7.26) cf. χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν sc. after the contest with Odysseus over Achilles' armour (N. 8.27) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν (I. 4.35) καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (I. 5.48) οὐδ' ἔστιν πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός (I. 6.26) “καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (v. ἐπώνυμος.) (I. 6.53) ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. ἀκαμαντοχάρμας) fr. 184.
   b son of Ileus, of Lokris. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh.) (O. 9.112)