ἀλόγιστος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλόγιστος Medium diacritics: ἀλόγιστος Low diacritics: αλόγιστος Capitals: ΑΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: alógistos Transliteration B: alogistos Transliteration C: alogistos Beta Code: a)lo/gistos

English (LSJ)

ον,

   A inconsiderate, thought-less, τόλμα Th.3.82; ὀργή Men.574; of persons, Phld.Ir.p.97 W. Adv. -τως thoughtlessly, Lys.7.12, Isoc.2.29; δαπανᾶν ἀ. βίον Men. 623, etc.    2 irrational, Pl.Ap.37c; opp. λογιστικός, R.439d, al.; foolish, unthinking, Phld.Ir.p.97 W.; πλοῦτος ἀ. προσλαβὼν ἐξουσίαν Men.665; τὸ ἀ. unreason, i.e. chance, Th.5.99. Adv. -τως Id.3.45, Pl.Prt.324b, al.    II incalculable, S.OC1675 (lyr.); indefinite, indeterminate, φορά Procl. in Prm.p.547 S.    2 not to be accounted, vile, E. Or. 1156, Men.75.

German (Pape)

[Seite 108] 1) unüberlegt, unbesonnen, Plat. auch unverständig, οὕτως ἀλόγιστος, ὥστε μὴ δύνασθαι λογίζεσθαι Apol. 37 d; Dinarch. 1, 39; τὸ ἀλόγιστον. = ἀλογιστία, Plat. Rep. IV, 439 d; Thuc. 5, 99; auch von Sachen, τόλμα 6, 59. – 2) nicht herzuzählen, unzählbar, κακά Soph. O. C. 1671; aber ἀλ. ἀντάλλαγμα γενναίου φίλου, nicht zu rechnen, schlecht, Eur. Or. 1150. – Adv. unklug, unüberlegt, Plat. öfter; ποιεῖν Lys. 7, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλόγιστος: -ον, ὁ μὴ συλλογιζόμενος, ἀπερίσκεπτος, ἀστόχαστος, προπετής, τόλμα, Θουκ. 3. 82˙ ὀργή, Μενάνδ. Ἄδηλ. 25: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, δαπανᾶν ἀλ. βίον, αὐτόθι 79, κτλ. 2) ἄλογος, ἀσυλλόγιστος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ λογιστικός, Πλάτ. Ἀπολ. 37C, Πολ. 439D καὶ ἀλλ.˙ πλοῦτος ἀλ. προσλαβὼν ἐξουσίαν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 119: τὸ ἀλόγιστον, ἡ ἀλογιστία, Θουκ. 5. 99: ― Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 3. 45, Πλάτ. Πρωτ. 324B, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ μετρήσῃ, «ἀλογάριαστος», Σοφ. Ο. Κ. 1675 (λυρ.). 2) ὃν δὲν πρέπει τις νὰ λάβῃ ὑπὸ σκέψιν, φαῦλος, Εὐρ. Ὀρ. 1156, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 irréfléchi, inconsidéré, déraisonnable;
2 incalculable.
Étymologie: ἀ, λογίζομαι.