ἀμφιδέξιος
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English (LSJ)
ον,
A ambidextrous (cf. ἀμφαρίστερος), Hp.Aph.7.43 (wrongly expl. by Glaucias ap.Erot., S.E.M.7.50), Arist.EN1134b34; = περιδέξιος, Hippon.83. Adv. -ίως, παίζειν Polem.Hist. 45. 2 ready to take with either hand, i.e. taking either of two things, indifferent, Trag.Adesp.355 ( = Com.Adesp.360); so ἀμφιδεξίως ἔχει it is indifferent, A.Fr.266. 3 two-edged, σίδηρος E.Hipp. 780. b metaph., double-meaning, ambiguous, χρηστήριον Hdt. 5.92.έ, cf. Luc.JTr.43. 4 on either hand, with both hands, ἀ. ἀκμαῖς with both hands at once, S.OT1243; ἐρείσατ' . . πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι OC1112. 5 ἀμφιδέξια, τά, bracelets, Hsch.: sg. ἀμφίδεξιν (sic) IG3.238a.
German (Pape)
[Seite 137] 1) auf beiden Händen rechts, beide Hände gleich gebrauchend, Arist. Eth. 5, 7; Hippocr.; sehr geschickt, χεῖρες Aesch. Tel. frg. 218; ἀμφιδεξίως ἔχει, von beiden Seiten ist es recht, frg. 244. Bei Soph. O. R. 1242 sind ἀμφιδέξιοι ἀκμαί beide Hände, wie O. C. 1114 πλευρὸν ἀμφ. beide Seiten. – 2) übh. zweiseitig, χρηστήριον, zweideutig, Her. 5, 92; σίδηρος, zweischneidig, Eur. Hipp. 780.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδέξιος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας δεξιός, λίαν ἐπιδέξιος, ὡς τὸ περιδέξιος, Λατ. ambidexter, ἀντίθ. τῷ ἀμφαρίστερος, Ἱππῶναξ. 59, Ἱππ. Ἀφ. 1260, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4 καὶ ἀλλ. 2) πρόθυμος νὰ λάβῃ δι’ ἑκατέρας χειρός, ὅ. ἐ. ἕτοιμος νὰ λάβῃ εἴτε τὸ ἓν εἴτε τὸ ἄλλο ἐκ δύο πραγμάτων, ἀδιάφορος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 34Α: οὕτως ἀμφιδεξίως ἔχει, εἶναι ἀδιάφορον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257. 3) ὡς τὸ ἀμφήκης, δίστομος, σίδηρος Εὐρ. Ἱππ. 780. β) μεταφ., ὁ δύο ἐννοίας ἔχων, ἀμφίβολος, σκοτεινός, Λατ. anceps, χρηστήριον, Ἡρόδ. 5. 92, 5. 4) = ἀμφότερος, Λατ. uterque, ἀμφ. ἀκμαῖς, διὰ τῶν δακτύλων ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, συγχρόνως, Σοφ. Ο. Τ. 1243· πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι, ἂς προσεγγίσῃ ἑκατέρα ὑμῶν τὴν ἑαυτῆς πλευρὰν είς ἐμὲ ἑκατέρωθεν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 adroit des deux mains, très adroit;
2 double en parl. des mains, des côtés;
3 à deux tranchants ; fig. à double sens, équivoque.
Étymologie: ἀμφί, δεξιά.