καταρτίζω
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
A adjust, put in order, restore, πάντα ἐς τὠυτό Hdt.5.106; Μίλητος νοσήσασα στάσι, μέχρι οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν ib.28, cf. 30; τὸν δῆμον Plu.Marc.10; ἵνα καταρτισθῇ [ἡ πόλις] D.H.3.10; κ. δίκτυα mend, Ev.Matt.4.21; set a dislocated limb, in Pass., Apollon.Cit.2, Heliod. ap. Orib.49.1.3 (Act. and Pass.); but κ. τὴν ὀσφὺν καὶ τοὺς ὤμους form them by exercise, Arr.Epict.3.20.10: metaph., restore to a right mind, Ep.Gal. 6.1; κ. τινὰ εἰς τὸ συμφέρον Plu.Cat.Mi.65; reconcile, φίλους διαφερομένους Eus.Mynd.1; make good, τὰ ὑστερήματα τῆς πίστεως 1 Ep.Thess.3.10:—Med., ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν LXXPs.67(68).10. II furnish, equip, τετρήρη πληρώματι Plb.1.47.6, al., cf. PTeb.6.7 (ii B.C., Pass.), D.S.13.70, etc.:—Pass., πλοῖα ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένα Plb.5.2.11; κατηρτισμένος abs., in battle array, Hdt. 9.66; instructed, Ev.Luc.6.40; prepare, make ready, σφενδόνην Ph.Bel.78.24:—Med., LXXEx.15.17, al.: σῶμα κατηρτίσω μοι Ep.Hebr.10.5; ὁ τὸν κόσμον καταρτισάμενος PMag.Par.1.1147: c. inf., κατηρτίσατο δίδοσθαι OGI177.10 (Egypt, i B.C.):—so in Pass., ib.179.8 (ibid., i B.C.): abs. in imper., καταρτίζεσθε 2 Ep.Cor.13.11. 2 compound, prepare dishes, medicines, etc., Dsc.Alex.Praef.codd. (v. καταρτύω):—Med., Nic.Th.954.
German (Pape)
[Seite 1376] einrichten, in Ordnung bringen, ein Glied wieder einrenken, Sp., bes. Medic.; wiederherstellen, κεῖνα πάντα καταρτίσω εἰς τωὐτό Her. 5, 106; ναῦς, στόλον, ausrüsten, Pol. 1, 21, 4. 29, 1. 36, 5 u. öfter; τριήρεις D. Sic. 13, 70; aussöhnen, Her. 5, 28; leiten, regieren, Plut. Marcell. 10 Cat. min. 65.
Greek (Liddell-Scott)
καταρτίζω: μέλλ. -ίσω (πρβλ. ἀπαρτίζω), διευθετῶ, τακτοποιῶ ἐκ νέου, «διορθώνω», συμφιλιώνω, διαλλάττω, πάντα ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 5. 106· Μίλητος νοσήσασα στάσι, μέχρι οὗ μιν Πάριοι κατήρτισαν αὐτόθι 28, ὅπερ ἐν 29 κατήλλαξαν τοὺς στασιάζοντας λέγει· κ. τὸν δῆμον Πλουτ. Μάρκ. 10· φίλους διαφερομένους κ. Στοβ. Ἀνθολ. Ι. 85, 52· στασιάζουσα πόλις ἵνα καταρτισθῇ Διον. Ἁλ. 3. 10· πρβλ. καταρτιστήρ·- κ. ναῦς, ἐπιδιορθώνω, ἐπισκευάζω, ἐκ νέου ὁπλίζω, Πολύβ. 1. 21, 4, κτλ.· κατ. δίκτυα, διορθώνω, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. δ΄, 21· τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον μέλος, ἐπαναφέρω εἰς τὴν θέσιν του, Ὀρειβάσ. 135 Mai· ἀλλά, κατ. τὴν ὀσφὺν καὶ τοὺς ὤμους, σχηματίζω αὐτὰ διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10·- μεταφορ., ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὀρθόν, Ἐπιστ. πρὸς Γαλ. ς΄, 1· κατ. τινὰ εἰς τὸ συμφέρον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65.- Μέσ., ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν, ἐθεράπευσας, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 9). ΙΙ. ἐντελῶς ἐφοδιάζω, ὁπλίζω, ἑτοιμάζω, ναῦν πληρώματι Πολύβ. 1. 47, 6, κτλ.· ταῖς εἰρεσίαις κατηρτισμένοι ὁ αὐτ. 5. 2, 11· κατηρτισμένος, ἀπολ., καλῶς ἐφωδιασμένος, πλήρης, Ἡρόδ. 9. 66 (πρβλ. καταρτάω), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ς΄, 40, κτλ., πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 11· κατήρτισται καὶ πεπαίδευται Ἀριστείδ. Α. 66. ΙΙΙ. παρασκευάζω, συσκευάζω, ἑτοιμάζω φαγητά, φάρμακα, κτλ., Διοσκ., κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 964.
French (Bailly abrégé)
I. 1 arranger, appareiller, garnir;
2 gouverner, diriger;
II. remettre en ordre, en état, restaurer (un État, un peuple, les affaires, etc.).
Étymologie: κατά, ἀρτίζω.