στενοχωρέω

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενοχωρέω Medium diacritics: στενοχωρέω Low diacritics: στενοχωρέω Capitals: ΣΤΕΝΟΧΩΡΕΩ
Transliteration A: stenochōréō Transliteration B: stenochōreō Transliteration C: stenochoreo Beta Code: stenoxwre/w

English (LSJ)

   A to be straitened, confined, Macho ap.Ath.13.582b: metaph., to be anxious, in difficulty, ἐπί τινι Hp.Praec.8; εὶς τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἑρμηνείας στενοχωρεῖ ὁ λόγος IPE12.39.18 (Olbia, not before ii A.D.).    II trans., crowd, straiten, τοὺς ἀπαντῶντας Luc.Nigr.13; τὰς πύλας, τὰς ὁδούς, Charito 5.3, 4.7; ταλάντοις τοὺς θησαυρούς Lib.Or.59.15:—Pass., with fut. Med. (Them.Or.25.310d), to be crowded together, D.S.20.29, Charito 3.2; ἐν ταὐτῷ σ. Luc. Tox.29; χῶραι -οῦνται ποσὶ μιαιφόνων J.BJ4.3.10; ἀγορὰ -ουμένη ὄχλῳ D.H.6.67; of stricture, Heliod. ap. Orib.50.9.1; to be cramped or confined, ὁ Εὐφράτης -ούμενος Isid.Char.1, cf. Sch.Il.Oxy.221 xi 8, Porph.Sent.27; of a picture, Them. l.c.    2 metaph., press closely, tina LXX Jd.16.16:—Pass., to be straitened, cramped, ib.Is.28.19(20), Procl.Inst.98; ἐν τοῖς σπλάγχνοις 2 Ep.Cor.6.12; ὑπὸ τῶν κακῶν Sch.E.Med.57.

German (Pape)

[Seite 935] eng sein od. werden, u. übertr., sich in der Enge, in Verlegenheit befinden; Machon bei Ath. XIII, 582 b; c. dat., Hippocr.; ἔν τινι, N. T.; – trans., in die Enge bringen, τοὺς ἀπαντῶντας, Luc. Nigr. 13; τὰς ὁδούς, Charit. 4, 7; πύλας, 9, 3; dah. pass. ἐστενοχωρημένος, Luc. Tox. 29; πλῆθος στενοχωρούμενον, Charit. 3, 2; vgl. noch D. Sic. 20, 29.

Greek (Liddell-Scott)

στενοχωρέω: εἶμαι ἐστενοχωρημένος, δυσκολεύομαι δι’ ἔλλειψιν χώρου, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 582Β· μεταφορ., εἶμαι ἐν στενοχωρίᾳ, δυσκολεύομαι διά τι πρᾶγμα, τινι Ἱππ. 27. 35. ΙΙ. μεταβ., πληρῶ, γεμίζω, στενὸν ποιῶ, συμπυκνῶ, τοὺς ἀπαντῶντας Λουκ. Νιγρῖν. 13· τὰς πύλας, τὰς ὁδοὺς Χαρίτων 5. 3, κτλ. - Παθητ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Θεμίστ. 310D), συμπυκνοῦμαι, συνέρχομαι στενῶς ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 11, Διόδ. 20. 29· ἐν ταὐτῷ στ. Λουκ. Τόξ. 29· ἐστ. τὰ κολαστήρια Συνέσ. 147Α· ἐπὶ εἰκόνος, περιορίζομαι, Θεμίστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., πιέζω πολύ, τινα Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙϚ', 16)· - Παθ., συμπιέζομαι, στενοχωροῦμαι, αἰσθάνομαι στενοχωρίαν, ἐν τοῖς σπλάγχνοις Β' Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 12· τῷ κακῷ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 57· τῷ βίῳ Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 resserrer, rétrécir ; Pass. être à l’étroit;
2 mettre à l’étroit, à la gêne, tourmenter, acc..
Étymologie: στενόχωρος.