πηλίκος

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλίκος Medium diacritics: πηλίκος Low diacritics: πηλίκος Capitals: ΠΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: pēlíkos Transliteration B: pēlikos Transliteration C: pilikos Beta Code: phli/kos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, interrog. correl. to τηλίκος, ἡλίκος,

   A how great or large? πηλίκη τις ἔσται ἡ γραμμή; Pl.Men.82d, cf. 83e; πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Eub.82 ; after τηλικοῦτος, D.19.284; πόσα καὶ πηλίκα of what number and magnitude, Plb.1.2.8 : with Art., ὁ πηλίκος; quantulus? Babr.69.4; τὸ π. magnitude, opp. τὸ ποσόν (quantity), Nicom. Ar.1.2 ; ὁ χρόνος . . ἐστὶ μῖγμα πηλίκου καὶ ποσοῦ Dam.Pr.371. Adv. -κως Hdn.Gr.2.925.    II of what age, π. ἦσθ' ὅθ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Xenoph.22.5.    2 indef., of a certain age, Arist.EN1134b11 : Comp. -ώτερος, f.l. for ἀπηλικέστερος, Aret.SA2.11.

German (Pape)

[Seite 610] wie groß? wie stark? übh. quantus (Nicom. arithm. 1, 2 unterscheidet es von πόσος u. bezeichnet damit die geometrische Größe, μέγεθος, wie mit πόσος die arithmetische, πλῆθος); πηλίκη τις ἔσται γραμμή, Plat. Men. 82 d; χωρίον, 85 a; πόσα καὶ πηλίκα, Pol. 1, 2, 8; Sp.; τὸ πηλίκον οὔνομα, Diod. 11 (VII, 235). Auch vom Alter, Arist.

Greek (Liddell-Scott)

πηλίκος: [ῐ], -η, -ον, ἐρωτημ. συσχετ. τοῦ τηλίκος, ἡλίκος, πόσον μέγας; Λατ. quantus? πηλίκη τίς ἐστιν ἡ γραμμή; Πλάτ. Μένων 83D, πρβλ. 83Ε· πηλίκον τινὰ οἴεσθε μέγεθος; Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· μετὰ τὸ τηλικοῦτος, Δημ. 432. 22· ― μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ πηλίκος; quantulus? Βάβρ. 69. 4. ΙΙ. ποίας ἡλικίας; π. ἦσθ’, ὅθ’ ὁ Μῆδος ἀφίκετο; Ξενοφάν. παρ’ Ἀθην. 54F· ἡλικίας τινός, καὶ τὸ τέκνον ἕως ἂν ᾗ πηλίκον καὶ χωρισθῇ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -κως, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 19. ― Κυρίως τὸ πηλίκος ἀναφέρεται εἰς τὸ μέγεθος, τὸ δὲ πόσος εἰς τὸ ποσόν, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 2· πόσα καὶ πηλίκα Πολύβ. 1. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 adj. interr. combien grand ? de quelle grandeur ?;
2 adj. indéf. d’un certain âge.
Étymologie: *πός, ἡλίκος.

English (Strong)

a quantitative form (the feminine) of the base of πού; how much (as an indefinite), i.e. in size or (figuratively) dignity: how great (large).