βουθυσία

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουθῠσία Medium diacritics: βουθυσία Low diacritics: βουθυσία Capitals: ΒΟΥΘΥΣΙΑ
Transliteration A: bouthysía Transliteration B: bouthysia Transliteration C: vouthysia Beta Code: bouqusi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A sacrifice of oxen, IG14.830 (Puteoli), AP7.119, Porph. Abst.2.55; Ἥρας in her honour, Pi.N.10.23: in pl., Id.O.5.6, D.C. 46.40.

German (Pape)

[Seite 456] ἡ, Rinderopfer, Pind. N. 10, 23; plur., 5, 6 u. Sp., wie D. Sic. 1, 48.

Greek (Liddell-Scott)

βουθῠσία: ἡ, ἡ θυσία βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ.2336.10., 5853.11. Ἀνθ. ΙΙ. 7.119· Ἥρας, εἰς τιμὴν τῆς Ἥρας Πινδ. Ν. 10. 42· κατὰ πληθ. , ὁ αὐτ. Ο. 5.12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sacrifice de bœufs ou de génisses.
Étymologie: βοῦς, θύω.

English (Slater)

βουθῠσία
   1 sacrifice of cattle βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (O. 5.6) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (τελεῖται δὲ κατὰ τὸ Ἄργος τὰ Ἥραια ἢ τὰ Ἑκατόμβαια διὰ τὸ ἑκατὸν βοῦς θύεσθαι τῇ θεῷ. Σ. (O. 7.152) ) (N. 10.23) ]δωροις βουθυ[ (possis [σι, [τ) Θρ. 7. 12.

Spanish (DGE)

(βουθῠσία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη A.R.1.517 (proecdosis), AP 7.119

• Grafía: graf. βουθουσία IG 14.830.11 (Puteoli II d.C.)
sacrificio de ganado vacuno Ἥρας en honor de Hera Pi.N.10.23, βουθυσίην Ἑκάτοιο καταυτόθι δαινυμένοισι A.R.l.c., μολπὴ καὶ β. IStratonikeia 1.3, 8 (III a.C.), cf. INikaia 1503.13 (III d.C.)
plu. Pi.O.5.6, D.S.1.48, D.C.46.40.1.

Greek Monolingual

βουθυσία, η (Α)
η τελετή θυσίας βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θυσία.